αὐλὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αὐλὶ τό, (ΙΙ) αὐλὶν Ἰκαρ. αὐλὶ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ἰκαρ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. αὐλός.

Σημασιολογία

1)Καλάμινος σωλὴν προσαρμοζόμενος εἰς κεκαμμένον σωλῆνα κολοκύνθης καλούμενον σιφούνι πρὸς ἀναρρόφησιν καὶ ἐξαγωγὴν οἴνου ἐκ τῶν πίθων Ἰκαρ. 2)Τὸ ὅλον σιφώνιον πρὸς ἀναρρόφησιν καὶ ἐξαγωγὴν οἴνου Ἄνδρ. (Κόρθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/