γλωσσοκοπανῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοκοπανῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλωσσοκοπανῶ Κύπρ.-Γ. Σουρῆ, Ρωμ., 113 Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 57 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλουσσουκουπανῶ Στερελλ. (Τοπόλ.) γλωσσοκοπανάω Ζάκ. Πελοπν. (Λάστ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλωσσοκοπανάου Πελοπν. (Γαργαλ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) γλωσσοκοπανίζω Ζάκ. Πελοπν. (Γορτυν.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλωσσοκοπάνα. Τὸ γλωσσο- γλωσσοκοπανίζω ἐκ τοῦ ἀορ. κατ’ ἀναλογ. τοῦ εἰς -ισα ἀορ τῶν ρ. εἰς -ίζω. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,272.
Σημασιολογία
1) Φλυαρῶ, πολυλογῶ Στερελλ. (Τοπόλ.) Κ. Χρηστομ., ἔνθ’ ἀν Γ. Σουρῆς, ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Χαιρέτησαν τὴ θεία Ἑλέγκω πού ’τονε χωμένη μέσα ’ς τὸ γυναικομάνι καὶ γλωσσοκοπανοῦσε Κ. Χρηστομ., ἔνθ’ ἀν. Τί γλωσσοκοπανᾷς αὐτοῦ τόσην ὥρα; Λεξ. Δημητρ. Τί γλουσουκουπανᾷς, μουρή; Τοπόλ. || Ποίημ. Κιˬ αὐτοὶ τοῦ γλωσσοκοπανᾶν τὸ πάθος νὰ κολλήσῃ Γ. Σουρῆς, ἔνθ’ ἀν. 2) Ὑβρίζω Ζάκ. Κύπρ. Πελοπν. (Γαργαλ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ.: Τί σοῦ κάνει, μωρ’ ἀχαΐρευτε, ἡ γυναικούλα ποὺ τήνε γλωσσοκοπανᾷς οὕλη ’μέρα; Κοντογόν. Μὲ γλωσσοκοπανάει καὶ μὲ λέει ἀνυκοκύρευτη! Τί τῆς ἔκανα ἡ φτωχούλα; Ποταμ. Ἄν κόψουν ἕνα κομματάκι... καὶ τὸ δώσουν ᾿ς τὸ γλωσσιˬᾶν ἄντρα νὰ τὸ φάῃ χωρὶς νὰ ξέρῃ τίποτα, θ᾿ ἀλλάξῃ ὁλότελα, δὲ θὰ γλωσσοκοπανᾷ τὴ γυναῖκα του, καὶ θὰ τὴν ἀφίνῃ νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει Κύπρ. 3) Κακολογῶ, συκοφαντῶ Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Γλωσσοκοπανάει ὅλες τὶς γειτόνισσες Λεξ. Δημητρ. 4) Ἐπιτιμῶ σφοδρῶς Πελοπν. (Γορτυν.) 5) Αὐθαδιάζω Λεξ. Πρω. Συνών. γλωσσεύω 3, γλωσσιˬάζω 3α, β, κακολογῶ, κακοκρένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA