γλωσσοκόπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοκόπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλωσσοκόπος ὁ, Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., 105 Κ. Οἰκονόμ., Περὶ προφ., 498.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλωσσοκοπῶ.
Σημασιολογία
Φλύαρος, πολυλόγος ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Διˬώχνεις, τὸ κοντύλι σου φραγγέλιο τοὺς νυσταγμένους καὶ τοὺς γλωσσοκόπους Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA