αὐλίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὐλίδι τό, Ρόδ. ναυλίδι Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. αὐλίδιον=τόπος ὅπου ἐγίνοντο ἀθλητικαὶ ἀσκήσεις καὶ ἐπιδείξεις ρώμης. Τὸ ναυλίδι κατὰ τὸ ναυλή, δι’ ὃ ἰδ. αὐλή.
Σημασιολογία
1)Τὸ πρὸ τῆς κυρίως αὐλῆς μέρος Σύμ.: Χαλικώνω τὸ ναυλίδι. ’Σ τὸ ναυλίδι gαοῦdαι gαϊστὲς (κάθονται, μένουν εἰς τὴν αὐλὴν καθιστές). 2)Τόπος τοῦ ἐργαστηρίου τῶν ἀγγειοπλαστῶν ὅπου ἀποτίθεται ὁ πηλὸς Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA