γλωσσοπονίος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοπονίος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλωσσοπονίος ὁ, Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλωσσόπονος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίος, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ. εἰς Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 8 (1911-1912), 3 Α. Παπαδοπ., Γραμμ. Ποντ. διαλ, 123.
Σημασιολογία
1) Γλωσσόπονος, τὸ ὁπ:. βλ. 2) Μεταφ., ἡ γλωσσαλγία, φλυαρία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA