γλυκοσαλιˬώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοσαλιˬώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοσαλιˬώνω Θήρ. Κωνπλ.

Ετυμολογία

Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σαλιˬώνω.

Σημασιολογία

Αἰσθάνομαι εὐχαρίστησιν, οἱονεὶ τρέχουν τὰ σάλιˬα μου ἐπὶ τῇ θέα ὀρεκτικοῦ τινος ἐδέσματος ἤ ὡραίου τινός, ἰδίᾳ γυναικὸς ἔνθ’ ἀν.: Βλέπει τὰ γλυκὰ-τὶς ὄμορφες καὶ γλυκοσαλιˬώνει Θήρ. Συνών. γλυκοσαλιˬάζω 1, γλυκοσαλίζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/