γλωσσοπύρωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοπύρωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλωσσοπύρωμα τό, Κύπρ. (Πάφ. κ.ἀ.) γλωσσοπύρωμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ πύρωμα. Πβ. ἀνεμοπύρωμα, κεφαλοπύρωμα, μαγουλοπύρωμα, ὀδοντοπύρωμα.
Σημασιολογία
Ἡ λ. μόνον εἰς ἐπῳδ., τὸ ἐρυσίπελας τῆς γλώσσης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA