γλωσσόρραμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσόρραμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλωσσόρραμμα τό, Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ. 386 Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλεθερουδ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ ράμμα.
Σημασιολογία
Ὁ χαλινός, τὸ κάτωθεν τῆς γλώσσης, νεῦρον τὸ ὁποῖον την συγκρατεῖ ἔνθ’ ἀν. Συνών. γλωσσοδέτης 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA