γλυκοσέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοσέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοσέρνω Ἀθῆν. Μέσ. γλυκοσέρνομαι Κ. Χρηστομάν., Κερέν. κούκλ., 71

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σέρνω.

Σημασιολογία

1) Μέσ., σύρομαι κατὰ τρόπον ἁπαλὸν Κ. Χρηστομάν., ἔνθ’ ἀν.: Γλυκοσερνότανε σὰ χέλι τὸ πόδι. 2) ᾿Ενεργ. ἀμτβ., ἔχω ποιάν τινα γλυκύτητα, γλυκίζω πως Ἀθῆν.: Τὸ κρασὶ γλυκοσέρνει. Συνών. γλυκίζω Α.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/