γλυκοσκεπάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσκεπάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοσκεπάζω Π. Βλαστ., Ἀργώ, 48.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σκεπάζω.
Σημασιολογία
Καλύπτω, σκεπάζω ἁπαλὰ ἢ μετὰ στοργῆς: Ποίημ. Μὰ τώρα τὰ χαλάσματα γλυποσκεπάζει ἡ νύχτα | πονετικά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA