γλυκοσκορπίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσκορπίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοσκορπίζω Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 422 γλυκοσκορπῶ αυτόθ., 209
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σκορπίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ σκορπῶ.
Σημασιολογία
Σκορπίζω, διαχέω τι κατὰ τρόπον ἤπιον, ἁπαλὸν καὶ εὐχάριστον: Ποίημ. Τὴν ὥρα ἐκείνηνε, ποὺ ὅλα τὰ ἄνθη τὴν εὐωδιˬά τους γλυποσκορποῦνε ἔνθ ἀν., 209. Ὤ, δῶσε, δῶσε, μάννα μου, Ι τή γε͜ιά σου νὰ χαρίσω, δῶσε χαρὰ μυρόβλητα | να τους γλυκοσκορπίσω ἔνθ’ ἀν., 422.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA