γλυκοσμπορίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσμπορίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυποσμπορίζω ἐνιαχ. γλυκουσμπουρίζου Μακεδ. (Ρουμλ. Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σμπορίζω.
Σημασιολογία
Ὁμιλῶ μετὰ προσηνείας, μετὰ γλυκύτητος ἔνθ’ ἀν.: Τώρα ’χίρ’σιν κά’ ψίχα νὰ γλυκουσμπουρίζ’ (’χίρσιν=ἤρχισεν, κά’ ψίχα=κάπως, ὀλίγον) Ρουμλ. || ᾎσμ. Κ’ ἔσκυψις κιˬ ἀγνάντιψις | καὶ μὶ καληώρισις καὶ μὶ γλυκουσμπόρισις | καὶ μὶ γυριψις νιρὸ Καταφύγ. Συνών. γλυκομιλῶ 1α, γλυκοσυντυχαίνω 1α.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA