γλυκοστενάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοστενάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοστενάζω Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ2 ., 28.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. στενάζω.
Σημασιολογία
Στενάζω κατὰ τρόπον ἁπαλὸν καί, ἐνίοτε, εὐχάριστον εἰς τὴν ἀκοὴν: Ποίημ. Σὲ φλογέρες γλυκοστέναζαν κρυφοὺς πόνους λαλητάδες ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA