αὐλίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐλίτσα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. αὐλὴ διὰ τῆς καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
Μικρὰ αὐλὴ ἔνθ. ἀν.: ᾌσμ. Ἄσπρη κατάσπρη βαμπακεˬὰ τὴν εἶχα ’ς τὴν αὐλή μου ... κ’ ἦρθε ξένος κιˬ ἀλλαργινός, ἦρθε καὶ μοῦ τὴν πῆρε κιˬ ἀσκήμυν’ ἡ αὐλίτσα μου κιˬ ὀμόρφυν’ ἡ δική του Πελοπν. (Οἰν.) Θέλ’ ἀσ’ τὸν κόσμο μ’ ἄνθρωπο κιˬ ἀσ’ τὴν αὐλίτσα μ’ χῶμαν κιˬ ἀσ’ τὸ πεγάδιν ντ’ ἔχτισα ἕναν κρύον νερόπον Τραπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐλάκι (Ι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA