αὐλόθυρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλόθυρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αὐλόθυρα ἡ, πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. αὐλὴ καὶ θύρα.

Σημασιολογία

Ἡ θύρα τῆς αὐλῆς ἔνθ’ ἀν.: Ἡ αὐλόθυρα τοῦ παππᾶ ἦταν κλειδομανταλωμένη γιˬὰ νὰ μὴν μπαίνῃ ὁ καθένας μέσα ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 28. Συνών. αὐλόπορτα, ἐξώπορτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/