γλωσσίλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσίλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλωσσίλι τό, Ἀπουλ (Καλημ.) λωσσίλι Ἀπουλ. (Καλημ.)

Ετυμολογία

γλωσσίλι τό, Ἀπουλ (Καλημ.) λωσσίλι Ἀπουλ. (Καλημ.)

Σημασιολογία

Γλῶσσα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ σοῦ πέσῃ τὸ λωσσίλι (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/