γλυκοσφυριχτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοσφυριχτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλυκοσφυριχτὴς ὁ, ἀμάρτ. Θηλ. γλυκοσφυρίστρα Θ. Γρυπάρ., Βοσκοπ., 51.

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. σφυριχτής.

Σημασιολογία

Ὁ σφυρίζων κατὰ τρόπον εὐάρεστον, μελῳδικόν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/