αὐξάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐξάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αὐξάνω λόγ. κοιν. αὐξάνου Τσακων. αὐξάω Καππ. αὐξαίνω πολλαχ. ἀξάν-νω Ἰκαρ. ἀξαίνω Ἀθῆν. Ἤπ. Κεφαλλ. Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Λακων.) Προπ. (Κύζ.) Σίφν. Τῆν. κ.ἀ. ἀξαίνου Ἤπ. (Ζαγόρ. Πρέβ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Γρεβ. Σιάτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) ἀφσαίν-νω Ἀπουλ. ἀτ-τσαίν-νω Καλαβρ. ἀνσαίν-νω Ἀπουλ. (Μαρτ.) ἐφσαίν-νω Ἀπουλ. ’βξάγω Καππ. ξάω Καππ. ἀξήνου Θρᾴκ. (Κεσάν. Μάλγαρ. κ.ἀ.) αὐξηˬώνου Μακεδ. ἀξηˬώνω Ἤπ. Κύθηρ. Παξ. Ἀόρ. ηὔξησα Καππ. (Φάρασ.) Μέσ. ηνίσκουμαι Καππ. ηνίσκουμου Καππ. (Σίλ.) Μετοχ. ἀφσημ-μένο Ἀπουλ. ἀξούμενος Ἤπ. ἀξούμινους Ἤπ. ἀξ’μένους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. αὐξάνω. Οἱ τύπ. αὐξαίνω καὶ ἀξαίνω καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 2440 (ἔκδ. JSchmitt) «ἐκόπιαζεν κ’ ἐβιάζετον πάντοτε νὰ τὲς αὐξαίνῃ» καὶ κατ’ ἄλλην γραφὴν «ἠγωνίζετο, ἐκόπιαζε πάντα νὰ τὰ ἀξαίνῃ». Ὁ τύπ. ἀξάν-νω ἐκ τοῦ ἀφκσάνω ἀποβληθέντος τοῦ φ διὰ τὰ πολλὰ σύμφωνα, τὸ δὲ ἀφσαίν-νω κατ’ ἀποβολὴν τοῦ φθόγγου κ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,411. Ὁ τύπ. αὐξηˬώνω κατὰ παρετυμ. πρὸς τὰ εἰς -ώνω σημασιολογικῶς συγγενῆ ρήματα, οἷον μεγαλώνω, ψηλώνω κττ.
Σημασιολογία
1)Ἀμτβ. λαμβάνω ἀνάπτυξιν οἱανδήποτε, οἷον κατὰ τὸν ὄγκον, τὴν ἔκτασιν, τὴν δύναμιν κττ. ἔνθ’ ἀν.: Τὰ παιδιˬὰ ἀξαίνουνε πολὺ γρήγορα Παξ. Ὅσο τρώει τόσο ἀξαίνει Πελοπν. Αἴγ. Μὶ τ’ν ὥρα ἀξαίν’νι τὰ τριφύλλιˬα τοὺ Μάρτ’ Αἰτωλ. Ἡ περγουλεˬά μας ἀξαίνει μέρα τὴν ἡμέρα Κεφαλλ. Ὁ δεῖνα ἄξηνε καὶ τράνυνε Πελοπν. Τοὺ πιδὶ ἀξαί’ Ἀδριανούπ. Κιρὸ ἔχου νὰ σὶ ἰδοῦ, ἄξ’νις, πά’νις, μόρφ’νις πλεˬότιρου Αἰτωλ. Ἔχουμε φάει ἕνα ψωμὶ κ’ ἔχουμ’ ἀξήνει ἀντάμα Ἤπ. (Πρέβ.) Ηὔξησαν τὰ βάρτε (ἐμεγάλωσαν τὰ ρόδα) Καππ. (Φάρασ.) Τὰ ψεΐκα ’ς σὴν ἑβdομάδα τόχα αὐξήσει, ηὔξησε τὴν ἡμέρα, τὴν ἡμέρα τόχα αὐξήσει, ηὔξησε τὴν ὥρα (τὰ μικρὰ παιδάκια ὅσο θὰ ἐμεγάλωναν εἰς μίαν ἑβδομάδα, ἐμεγάλωσαν εἰς μίαν ἡμέραν, ὅσο θὰ ἐμεγάλωναν εἰς μίαν ἡμέραν, ἐμεγάλωσαν εἰς μίαν ὥραν. ᾿Εκ παραμυθ.) αὐτόθ. || Φρ. Ν’ ἀξήσῃς! (πρὸς πταρνιζόμενον βρέφος) Λευκ. Ἀξαί’ τὸ γαιˬδουράκι, | κοντέ’ τὸ σαμαράκι (θωπευτικῶς ἐπὶ τῶν αὐξανομένων παιδίων τῶν ὁποίων τὰ ἐνδύματα ἀποβαίνουν μικρὰ) Κύζ. || Γνωμ. Χριστὸς γεννε͜ιέται, τὸ φῶς ἀξηˬαίνει ἢ ἀξηˬώνει (ὅτι ἀπὸ τῶν Χριστουγέννων ἡ ἡμέρα αὐξάνει) Παξ. || Παροιμ. Ἀξαίν’ν τὰ πιδάκιˬα, | ἀξαίν’ν τὰ φαρμάκιˬα (ὅτι τὰ τέκνα αὐξανόμενα εἰς ἡλικίαν πολλαπλασιάζουν τὰς ἀπαιτήσεις των) Αἰτωλ. Ἀξαίνουν τὰ παιδιˬά μας, | ἀξαίνουν τὰ βάσανά μας (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λακων. Πῶς πάνε, κόρακα, τὰ παιδιˬά σου; -Ὅσο ἀξαίνουν, τόσο μαυρίζουν (ὅτι πολλάκις αἱ κακίαι μὲ τὴν αὔξησιν τῆς ἡλικίας αὐξάνουν καὶ αὐταὶ) Ἤπ. Ἀξῆναν οἱ ποδεˬές μας | καὶ σκεπάσαν τοὶς πομπές μας (ὁ πλοῦτος κάμνει ὥστε νὰ παραβλέπωνται αἱ κακίαι καὶ αὐτὰ τὰ ὀνείδη) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 22, 76. Τὸ δέντρο ὅσο αὐξάνει, ὁ ἣσκιˬος του πλατένει (ὅτι ὅσον τις ἰσχυρότερος ἢ πλουσιώτερος γίνεται, τόσον εὐεργετικωτέρα ἡ ἐπίδρασίς του ἀποβαίνει) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || ᾌσμ. Γιˬὰ ἰδέστε τὸν ἀμάραντο σὲ τί γκρεμὸ φυτρώνει, δίχως νερὸ ποτίζεται, δίχως ἀέρα ἀξαίνει, μὲ τὸν ἥλιˬο ποτίζεται, μὲ τὸ φεγγάρι ἀξαίνει Ἤπ. Αὐτοῦ πα’κάριˬα δούλιβαν ’ς τῆς Μάρους τοὺ κιβούρι. -Ἀξήν’τι του, πλατύν’τι του, νὰ πιˬάνῃ δυˬὸ νουμάτους Αἰτωλ. Μωρὴ κοντούλλα λειˬμουνιˬά, | κοντὴ καὶ κλαδεμένη, πότε ἄξαινες καὶ πλάτενες | κιˬ ἀπόλυσες κλωνάριˬα; Τζουμέρκ. Φύτιψί μι, κόρη, ’ς τὸ περιβόλι σου ν’ ἀξήνου κόρη, νὰ πλατύνου, | νὰ γίνου σὰν τοῦ μπόι σου Θρᾴκ. Δέντρον ἦτο ’ς τὴν αὐλή μου | γιˬὰ παρηγοριˬὰ δική μου καὶ τὸ πότιζ’ ἀπ’ τὴ βρύσι | γιˬὰ ν’ ἀξήσῃ, νὰ καρπίσῃ Ἤπ. Πότ’ αὔξηˬουσις κὶ τράνιψις κιˬ ἀπόλυκις κλουνάρι; Μακεδ. || Ποίημ. Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου | ὁ χορὸς τρομακτικά, σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου | ’ς τοῦ πελάου τὴ μοναξιˬὰ ΔΣολωμ. 12. Μετοχ. ἀξ ’μένους=μεγάλος τὴν ἡλικίαν Ἤπ. (Ζαγόρ.) Καὶ μετβ. μεγαλώνω τι Πελοπν. (Αἴγ.): Ἀξαίνω τὸ πανταλόνι- τὸ ροῦχο κττ. 2)Πολλαπλασιάζομαι σύνηθ.: Αὐξάνει τὸ κυνήγι-τὸ ψάρι κττ. σύνηθ. Καλὲς δουλε͜ιὲς καὶ νὰ σ’ αὐξήσουν! (εὐχὴ) Ἀθῆν. Αὐξαίνουν τὰ πράματα Τῆν. Καὶ μετβ. πολλαπλασιάζω τι λόγ. κοιν.: Αὐξάνω τὴν περιουσία μου-τὰ πλούτη μου κττ. κοιν. Ὁ Θεὸς νὰ σ’ τ’ ἀξαίνῃ! (ἐνν. τὰ πλούτη) Ἀθῆν. || Παροιμ. Τὸ ἄλογο μοναχό του ἀξαίνει τὴν ταγή του (ὅτι ἕκαστος διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ προσπαθειῶν βελτιώνει τὴν θέσιν του) Ἤπ. κ.ἀ. Συνών. ἀβγατένω Β1, ἀβγατίζω Β1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA