γλωσσάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλωσσάρα ἡ, σὺνηθ. γλουσσάρα βόρ. ἰδιώμ. γρουσσάρα Τσακων (Μέλαν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρα.
Σημασιολογία
1) Σκωπτικῶς, ἡ μεγάλη γλῶσσα σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν.): Ὁ Νικόλας ὁ Τζανῆς ἔχει μιˬὰ γλωσσάρα τέλε͜ια μεγάλη (τέλε͜ια=πολὺ) Ἐρεικ. Ἔχει μιˬὰ γλωσσάρα σὰν παπούτσι (ἐπὶ προπετοῦς καὶ αὐθάδους καὶ ὑβριστοῦ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔχει μνιˬὰ γλωσσάρα αὐτὸς ποὺ σὲ κάνει σκουπίδιˬα (=σὲ ἐξευτελίζει. ἐπὶ ὑβριστοῦ) Πελοπν. (Δίβρ.) Ἐκιˬοὺ μάζου τὰ γρουσσάρα ντι (ἐσὺ μάζεψε τῆ γλωσσάρα σου) Μέλαν. Ἄνοιξε μία γλωσσάρα ἡ κοdοσέρβα τσ’ ἔσταζε τὸ στόμα της φαρμάτσι (κοdοσέρβα=ἔχιδνα καὶ μεταφ. κακεντρεχῆς γυναῖκα) Πελοπν. (Ξεχώρ.) || Φρ. Χόρτασι τ’ γλουσσάρα τ’ (ἐκορέσθη ὑβρίζων) Σαμ. 2) Ὁ ἰχθὺς γλῶσσα εἰς μεγάλην ἀνάπτυξιν Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Παξ.: Τέτο͜ια γλωσσάρα δὲ dὴν ἔφαγα τόσο νόστιμη ’ς τὴν ἀπαdοχὴ τοῦ κόσμου (=οὐδέποτε) Ἐρεικ. Συνών. γλώσσαρος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA