ἀποδεκάτισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδεκάτισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
Ἀφαιρῶ μέρος τι ἔκ τινος πράγματος, ἐλαττῶ τὴν ποσότητα ἔνθ’ ἀν.: Μοῦ ’φερε τὰ κάρβουνα, ἀλλὰ μοῦ τ’ ἀποδεκάτισε Θρᾴκ. Τὰ κρύο ἀποδεκάτισε τὰ κοπάδιˬα Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποδεκατίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἡ πρᾶξις καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀποδεκατίζειν: Ὕστερ’ ἀπὸ τ’ ἀβάσταχτα δοσίματα ποῦ τοῦ ’χε ρίξει, τόνε φόρτωσε καὶ μ’ ἕνα ἀποδεκάτισμα ὁλοΰστερο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA