γλωσσάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλωσσάρω Μῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα.

Σημασιολογία

Μεταφ., αὐθαδιάζω: Ὁ Δημήτρης γλωσσάρει, πετᾷ πέτρες καὶ σπᾷ τζάμια. Ἡ Μαρουσὼ ὄχι μονάχα bήγεται ᾿ς τσὶ κουβέdες τῶ μεγάλω, μὰ γλωσσάζει κιˬόλας (bήγεται ᾿ς τσὶ κουβέdες=ἀναμειγνὺεται εἰς τάς συζητήσεις). Συνών. γλωσσοκοπανῶ 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/