γλυκοτινάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοτινάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοτινάζω ἐνιαχ. Μετ. γλυκοτινασμένος Ζάκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκό, ὡς ούσ. λαμβανομένου, καὶ τοῦ ρ. τινάζω.
Σημασιολογία
Σφαδάζω ἐξ ἐπιληψίας (τὸ γλυκοτινασμένος λέγεται πάντοτε ἐπὶ ἀρᾶς). Συνών. γλυκιˬάζω 4α, γλυκοπιˬάνω 2, γλυκοταράζω ΙΙ, πειράζομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA