αὔρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὔρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὔρα ἡ, λόγ. κοιν. καὶ Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. αὔρα.
Σημασιολογία
1)Ἡ δροσερὰ πνοὴ τῆς πρωίας κοιν.: Ποίημ. Νὰ ποῦ δροσόβολη | αὔρα ξυπνάει | καὶ ψιθυρίζοντας μοσχοβολάει | ἀπὸ τὰ ἀρώματα | τὰ αὐγερινὰ ΔΣολωμ 121. 2)Λεπτὴ πνοὴ ἀνέμου κοιν.: Ποιήμ. Καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν | μαῦρα ὁλόχρυσα μαλλιˬὰ ΔΣολωμ. 18. Καθὼς βλέπεις καὶ μαυρίζει | ἥσκιˬος νέου κυπαρισσιˬοῦ, ἂν τὴν ἄκρη του δὲ ’γγίζῃ | αὔρα ζέφυρου λεπτοῦ αὐτόθ. 66. Τὰ δέντρα καὶ τὰ κύματα ποῦ κρυφομουρμουρίζουν, οἱ αὖρες ποῦ μὲ τὰ νερὰ καὶ τ’ ἄνθη παιγνιδίζουν ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 109.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA