γλωσσέας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσέας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλωσσέας ἐπίθ. Κύθηρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έας, διὰ τὴν ὁπ. βλ. -εˬάς.

Σημασιολογία

Γλωσσᾶς 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ντὸ πολλὰ γλωσσέας εἶσαι! (τί πολύ φλύαρος εἶσαι!) Τραπ. β) Εὔγλωττος, παρρησιαστικὸς Πόντ. γ) Ὑβριστης, αὐθάδης Κύπρ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/