αὐριοσινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐριοσινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐριοσινὸς ἐπίθ. Ἤπ. αὐριουσ’νὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. αὔριο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –σινὸς ἀποκοπείσης ἀπὸ τοῦ ψεσινὸς ἢ χτεσινός.

Σημασιολογία

1) Αὐριανὸς 1, ὃ ἰδ., Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.): Ἡ αὐριοσινὴ ἡμέρα Ἤπ. 2) Θηλ. οὐσ. αὐριανὸς 2, ὃ ἰδ., Ἤπ.: Νὰ μὴ μ’ εὕρῃ ἡ αὐριοσινή! (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/