αὐρισινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐρισινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐρισινὸς ἐπίθ. αὐρισ’νὸς Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.) αὐριζ’νὸς Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. αὔρι, δι᾽ ὃ ἰδ. αὔριο, καὶ τῆς καταλ. –ισινὸς ἀποκοπείσης ἐκ τοῦ *ἀποψισινός, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποψινός.
Σημασιολογία
Αὐριανὸς 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Αὐρισ’νὴν ἡμέραν ἦρτα (σὰν αὔριο) Οἰν. Αὐρισ’νὸν βράδον ἐγεννέθα (σὰν αὔριο βράδυ) Κερασ. Τ᾿ αὐρισ’νὸν ἡ ἡμέρα καλὸν φαίνεται πῶς θ ἔνι αὐτόθ. ’Σ σ᾿ αὐρισ’νὸν τὸ ξημέρωμαν νὰ μὴ προφτάνω, ἂν λέω ψέματα! αὐτόθ. Νὰ μὴ ἐλέπῃς τ’ αὐριζ’νὸ τὴν ἡμέρα! (ἀρὰ) Ὄφ. || Φρ. Ὀσημερ᾽νὸς ἔν᾿ κιˬ αὐριζ’νὸς ’κ’ ἔν᾽ (ἐπὶ γέροντος) Τραπ. Σημερινοὶ εἴμεστιν κιˬ αὐρισ’νοὶ ’κ’ ἔν’ εἴμεστιν (σήμερον ζῶμεν καὶ αὔριον τίς οἶδεν;) Κερασ || Γνωμ. Τ᾿ αὐριζ’νὸν τὴ δουλείαν, ἄν ἐπορῇς, ὀσήμερον ποίσον ἀτο Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA