γλυκοτρέμω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοτρέμω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοτρέμω Γ. ψυχάρ., Τὰ δύο ἀδέρφ., 8 καὶ 458 Ρωμαίικ. Θέατρ., 61 Ταξίδ3, 34-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. τρέμω.

Σημασιολογία

Σείομαι, πάλλομαι, τρέμω ἁπαλὰ ἔνθ’ ἀν.: Γλυκοτρέμουν τ’ ἀστέριˬα-τὸ φῶς τοῦ καντηλιˬοῦ Λεξ. Δημητρ. Ἕνα ρυάκι ποὺ γλυκοτρέμει καὶ τρέχει, ἕνα λάφι ποὺ πηδάει, ἕνα δέντρο ποὺ κουβεντιˬάζει Γ. Ψυχάρ., Ρωμαίικ. Θέατρ., 61. β) Σκιρτῶ ἐξ ἡδονῆς ἤ εὐχαριστήσεως: Θὰ κυριέψης τὶς καρδιˬὲς καὶ θὰ τὶς κάμῃς νὰ σ’ ἀγαποῦν καὶ νὰ γλυκοτρέμουν, ὅταν ἀκούσουν τ’ ὄνομά σου Γ. Ψυχάρ., Ταξίδ3., 34. Τότες ἄρχιζε τούτη ἡ ἀγάπη νὰ γλυκοτρέμῃ ’ς τὴν καρδιˬά του Γ. Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 8.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/