αὐστηρὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐστηρὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
αὐστηρὰ ἐπίρρ. λόγ. κοιν. ἄστηρα Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. αὐστηρός. Ὁ τονισμὸς τοῦ τύπ. ἄστηρα κατὰ τὸ ἄγρια.
Σημασιολογία
Αὐστηρῶς, σκληρῶς, ἀμειλίκτως ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν τιμώρησε-τοῦ φέρθηκε αὐστηρὰ κοιν. Ἄστηρα κρούω (κτυπῶ ἀμειλίκτως) Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA