αὐστηρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐστηρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐστηρὸς ἐπίθ. λόγ κοιν. ἀφιστηρὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) αὐτηρὸς Κεφαλλ. αὐθηρὸς Σίφν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. αὐστηρός. Εἰς τὸ ἀφιστηρὸς ἀνάπτυξις συνοδίτου φθόγγου μεταξὺ τῶν συμφ. φσ.

Σημασιολογία

1) Δριμύς, ὀξὺς Κεφαλλ.: Ξίδι αὐτηρό. 2) Ἰσχυρός, δραστικὸς Σίφν.: Αὐθηρὸ φαρμάκι. 3) Ἐπὶ ἀνθρώπου, ἀνεπιεικής, σκληρὸς λόγ. κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/