ἀπόδιˬαβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόδιˬαβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπόδιˬαβα ἐπίρρ. Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ.) Κέρκ. Λευκ. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀποδιˬάβα Ἤπ. ’πόδκιαβα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπίρρ. ἀποδίαβα.

Σημασιολογία

1) Μετὰ τὴν πάροδον γεγονότος τινός, οἷον ἑορτῆς κττ., μετὰ γενικ. Ἤπ. Κέρκ. Κύπρ. Λευκ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. ἢ αἰτιατ. Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν Μ.’Εγκυκλ. Πρω.: Ἀπόδιˬαβα τοῦ Θωμᾶ (μετὰ τὴν Κυριακὴν τοῦ Θωμᾶ) Λευκ. Οὑ γάμους θὰ γί’ ἀπόδιˬαβα τ᾽ν Πασχαλιˬὰ (μετὰ τὸ Πάσχα) Ζαγόρ. Ἀπόδιˬαβα τοῦ Χριστοῦ κάνουνε στάσι οἱ ἐλα͜ιὲς κιˬ ἄ θὰ πέσουνε, ἐξ ἀνάgης ἀπὸ μεγάλο ἀέρα (μετὰ τὰς ἑορτὰς τῶν Χριστουγέννων) Κέρκ. Ἀπόδιˬαβα τ’ Λαμπρὴ ἔχουμι γάμου Αἰτωλ. ᾿Πόδκιˬαβα τοῦ παναϋρκοῦ χωρκάτης ἀλλαμένος (παναϋρκοῦ=πανηγυριοῦ) (ἐπὶ τῶν ἀκαίρως ἐνεργούντων, πβ. ἀρχ. «κατόπιν ἑορτῆς») Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν.«ἀποδίαβα τῆς Πεντηκοστῆς» (παρὰ Δουκ. ἐν λ.) 2) Ὕστερον, βραδύτερον ἄνευ ὡρισμένου χρονικοῦ ὁρίου Στερελλ. (Αἰτωλ.): Χάινdι τώρα, ἀπόδιˬαβα νὰ μὶ πιρ’μέ’ς, θανά ’ρθου. Συνών. ἔπειτα, κατόπι, ὕστερα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/