ἀποδιˬαβαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬαβαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδιˬαβαίνω Μύκ. Πελοπν.(Λακων.) Σῦρ. κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. Μ. ’Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀποδιˬααίνω Κάρπ. ἀπογιˬααίνω Κάρπ. ἀποδβαίνω Πόντ. (Ἀμισ. Κοτυωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀποδεβαίνω Πόντ. ἀποδαίνω Πόντ. ἀπιδβαίνω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπιδεβαίνω Πόντ. ᾿ποδιˬαβαίνω Κρήτ. Σίφν. ᾽πουδβαίνω Πόντ. (Κοτύωρ.) ’πιδβαίνω Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ’πιδεβαίνω Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. διˬαβαίνω. Οἱ ἀπὸ (ἀ)πι-τύπ. κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. ἐπί. Ἡ λ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Ε 1094 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Διέρχομαί τι καὶ ἀφίνω ὄπισθέν μου, ἐπὶ ὄρους, ὑψώματος κττ., τὰ ὁποῖα διερχόμενός τις δὲν φαίνεται πλέον Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ) ᾿Επιδέβεν τὀ ρακάν’ (γήλοφον) Χαλδ. ᾽Απιδεβαίνω τὸ ρασὶν (ὅρος) Κοτυωρ || Φρ. ᾿Επιδέβεν τὸ ρακάν’ (ἀπέθανε) Χαλδ. || ᾊσμ. Ἀχπάσκουμαι ’ς σὴν ξενιτν, κορ’τζόπα, δὲν ’κὶ λέτε, ἀπιδβαίνω τὰ ραχ, κάθεζ’νε κὰ καὶ κλαίτε (ἀχπάσκουμαι=ξεκινῶ, κορ’τζόπα=κοριτσάκια) Ἴμερ. Εἷς μοναχὸς καλόγερος ρασία ’πιδβαίνει κ’ ἐμεῖς οἱ ίλοι ἄρχοντες γιˬατί ’κ’ πιδβαίνομ’ (’κ’ πιδβαίνομ’ ἐκ τοῦ ’κὶ ἀπιδβαίνομε) Τραπ. Ἁμὸν ἥλος ἐφάνθες με κι ἀμὸν ἀεˬτὸς ἐδέβες κιˬ οὑσὰν ἐκαλοτέρεσα ραία ἐπεδέβες (ἁμὸν=καθώς, ἥλος=ἥλιος, ἐκαλοτέρεσα=παρετήρησα καλύτερα) Χαλδ. β) Μεταφ. ἀποθνήσκω Καππ. (Φάρασ.): ’Πιδέβη (ἀπέθανε). γ) Πορεύομαι, διατρέχω Μύκ.: Σὰν ἐποδιˬάβηνε μιˬὰ ὥρα δρόμο (ἐκ παραμυθ.) 2) Παύω ἐνδιαφερόμενος περί τινος, ἐγκαταλείπω, ἀπαρνοῦμαι Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ Θεὸς ἐπεδῆβε με Τραπ. ᾿Επεδέβεν τὴν γυναῖκαν ἀτ’ Χαλδ. ᾽Επεδῆβα τὴ δσκαλικὴν (τὸ διδασκαλικὸν ἐπάγγελμα) Τραπ. Ἀίτικα λόγιˬα ἀποδέβ’ ἀτα (ἄφησε τοὺς τοιούτους λόγους) Χαλδ. ᾿Επεδέβεν τὸν κόσμον (ἀπηρνήθη τὸν κόσμον) αὐτόθ. Ἐπεδῆβα τὸ ψέμαν (ἔπαυσα ψευδόμενος) Τραπ. Ἀπιδέβα με! (ἄφησέ με ἥσυχον, ξεφορτώσου με!) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) || ᾊσμ. Ἀπιδβαίνω τὰ ραά, πάω ’ς σὰ θαλασσάκρ Πόντ. Ἄλλο ’ς σὸ σπίτι σ’ ’κ’ ἔρχουμαι, ’ς σὴν αὔλ σ’ ’κὶ δβαίνω, ἄλλην κόρην ἐγάπεσα, ἐσὲν θ᾽ ἀπιδβαίνω (ἄλλο=πλέον) Χαλδ. Β) ᾿Αμτβ. 1) Ἐξαφανίζομαι ἀπὸ τῶν βλεμμάτων τῶν παρατηρούντων με κάμπτων ὄπισθεν ὑψώματος, ὄρους, καμπῆς ὁδοῦ κττ., καθίσταμαι ἀφανὴς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾎσμ. Ἐλέπω σε καὶ αίρουμαι, ἀπιδβαίντς καὶ κλαίω Τραπ. Συνών. ἀπογέρνω Α4, σκαπετῶ. β) Δύω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ ἣλον ἀποδβαι’ν’ καὶ στέκ’ (ἀρχίζει νὰ δύῃ) Χαλδ. Ὁ ἥλον ἐπεδβεν ἀπαδὰ (ἀπεδῶ) Κοτύωρ. Συνών. βασιλεύω. γ) Παρέρχομαι τόπον τινὰ καὶ ἀπομακρύνομαι, ἁπλῶς παρέρχομαι καὶ ἐξαφανίζομαι Κάρπ. Πελοπν. (Λακων.) Σίφν. Σῦρ. -Λεξ. Αἰν. Μ.᾿Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Πάει πεˬά, ἠαποδιˬάβηκε Σῦρ. Ἤργησε ν᾿ ἀποδιˬαβῇ ἀποδῶ αὐτόθ || ᾎσμ. Φωνὲς καὶ κλάματ’ ἄκουσα ᾽ς τῆς φυλακῆς τὴν πόρτα, δὲν εἶπα κιˬ ἂς ἀποδιˬαῶ, δὲν εἶπα κιˬ ἂς περάσω Κάρπ. 2) Ἐπὶ ἀψύχων, ἐκλείπω Κάρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) Σῦρ.: Ἀποδιˬαβαίν’ ἡ φωτιˬὰ (ἀρχίζει νὰ ἐκλείπῃ) Σῦρ. || Παροιμ. Ὁ σύντεκνος ἀπέθανε, τὸ μύρον ἀποδιˬάβη (ἐπὶ τῶν διαλυόντων τὰς φιλικὰς σχέσεις εὐθὺς ὡς τὸ ὑλικὸν συμφέρον ἐκλίπῃ) Λακων. || ᾎσμ. Φά, καρδιˬὰ καμένη, χιˬόνι | νὰ σ’ άπογιαοῦν οἱ πόνοι Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «κρατεῖ τη νὰ τζ’ ἀποδιαβῇ ἡ λιγωμάρα ’κείνη».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/