αὐτεξούσιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτεξούσιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐτεξούσιος ἐπίθ. Λόγ. κοιν. αὐτεξούσιε Τσακων. αὐτοξούσιος ΓΨυχάρ. Ρωμαίικ. γραμματ. 2, 302 αὐταξούσιος Κέρκ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἑφταξούσιος Ἄνδρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Λυκ (Λιβύσσ.) Πάρ. Πόντ. (Οἰν.) Ρόδ κ.ἀ. ἱφταξούσιους Ἤπ. κ.ἀ. ᾿φταξούσιος Κρήτ. ’φταξούσιους Θρᾴκ. (Μάδυτ) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. αὐτεξούσιος. Ὁ τύπ. αὐτοξούσιος διὰ τὰ πολλὰ μετὰ συνδετικοῦ φωνήεντος ο. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1924) 26. Ὁ τύπ. ἑφταξούσιος διὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἑφτὰ ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πολλοῦ.
Σημασιολογία
1) Ὁ αὐτὸς ἑαυτοῦ ἐξουσιάζων, ὁ μὴ ὑποχρεωμένος νὰ ὑπακούῃ εἰς ἄλλον, ἀνεξάρτητος κοιν. καὶ Τσακων.: Αὐτεξούσιος εἶναι νὰ κάμῃ ὅ,τι θέλει κοιν. Καθένας ’ς τὲς δουλ͜ειές του εἶναι ἑφταξούσιος Ρόδ. Ὁ ἄνθρωπος ἔν᾽ ἑφταξούσιος Κύπρ. 2) Κραταιός, ἰσχυρὸς Κρήτ.: ᾎσμ. ᾽Φταξούσιε Νικόλαε, ἀνήμενε λιγάκι, μὰ ζωdανὸ τ’ ἀσκέρι μου σᾶ φτάξῃ θὰ σὲ πιˬάσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA