γλῶσσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλῶσσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλῶσσα ἡ, κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Καππ. (Ἀραβάν. Μισθ. Οὐλαγ. Σινασσ. Φερτ. κ.ἀ.) Λυκαον. (Σίλ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γλῶσ-σα Ἰκαρ. Καλαβρ. (Γαλλικ.) Κῶς (Πυλ.) Χίος (Νένητ. Ὄλυμπ. Πυργ. κ.ἀ.) gλῶσσα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Στερνατ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Οἴτυλ. Πλάτσ.) ἰγλῶσσα Λυκ. (Λιβύσσ.) γλῶτσα Ἀστυπ. Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κῶς Λέρ. Νίσυρ. Σύμ. Τῆλ. Χίος (Ἅγιος Γεώργ. Ἀμάρ. Καρδάμ. Μάρμ.) gλῶτσα Χίος (Ἅγιος Γεώργ.) γλοῦσσα Χίος γροῦσσα Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γουῶσσα Α. Ρουμελ. (Καβακλ. Μικρὸ Μοναστήρ.) Καππ. (Φάρασ.) Τσακων. (Βάτικ.) γῶσσα Α. Ρουμελ. (Μικρὸ Μοναστήρ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γλωσσὴ Θρᾴκ. (Μυριόφ. Σκοπ. κ.ἀ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) βλῶσσα Θρᾴκ. (Δαδ.) κλῶσσα τό, Καππ. (Φλογ.) γεν. γουσσὲ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γλωσσατοῦ Καππ. (Ἀραβάν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γλῶσσα.

Σημασιολογία

1) Ἀνατομικῶς, τὸ ἐντὸς τῆς στοματικῆς κοιλότητος μυῶδες κινητὸν σῶμα, τὸ χρησιμεῦον ὡς αἰσθητήριον τῆς γεύσεως, ὡς ὄργανον τὴς ἀρθρώσεως τῶν φθόγγων καὶ ὡς ὑποβοηθητικὸν τὴς μασήσεως καὶ καταπόσεως τῶν τροφῶν ἔνθ’ ἀν: Πονεῖ ἡ γλῶσσα μου. Ἐδάγκασα τὴ γλῶσσα μου. Ἡ γάττα πλένεται μὲ τὴ γλῶσσα της. Σήμερα ἔχομε γλῶσσα βοδιˬοῦ. Κρεμάστηκε ἔξω ἡ γλῶσσα τοῦ σκύλλου. Ἂν ξαναπῇς κακὰ λόγια, θὰ σοῦ κόψω τὴ γλῶσσα κοιν. Ἡ γλῶσσα μ’ ἔ᾽ φαρμακάδα Στερελλ. (Φθιῶτ.) Πατσιˬάδιˬα φκε͜ιάνουμι τοὺ ’φά’ ’π’ τοὺ γουρού’, τ’ γλῶσσα, τ᾽ ἀφτχιˬά, τ’ νουρά, ποὺ τὰ βράζουμι Μακεδ. (Κοζ.) Ὁ λύκος ἐρρίφτη νὰ τοῦ φάῃ τὴ γλῶσσα Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Ἔι μοζοῦα ἁ γροῦσσα μι (πονεῖ ἡ γλῶσσα μου) Τσακων. (Μέλαν.) Πονά’ ἁ γλῶσσα μ᾽ Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) Ἐδάνgασα τὴ γ-γλῶσ-σα μὲ τὰ δόνdιˬα Καλαβρ. (Καλλικ.) Ἐdάκ-κασα τὴν gλῶσ-σα Ἀπουλ. (Καστριν.) Ἐδάκα τὰ γροῦσσα μι (ἔκαψα τὴ γλῶσσα μου) Τσακων. (Μέλαν.) Εῖdε ᾿ναν dαμάλι κὰ ἤστηκε μὲ μία gλῶσ-σα μακρέα Ἀπουλ. (Στερνατ.) Θὰ σοῦ ξερριζώσω τὴ γλῶσσα ’πὸ τὸ ριζόγλωσσο (ἀπειλὴ) Ἐρείκ. Θὰ σὲ πιˬάκω καὶ θὰ σοῦ κόψω τὴ γλῶσσα ᾽πὸ τὸ σταφυλίτα (ὁμοίως) Ὀθων. || Φρ. Τοῦ βγῆκε ἡ γλώσσα μιˬὰ πιθαμὴ (ἐπὶ τοῦ καθ᾽ ὑπερβολὴν μοχθοῦντος) πολλαχ. Δὲ βάνει γλῶσσα μέσα του (ἐπὶ σφοδροῦ βηχὸς ἤ διαρκοῦς κλαυθμοῦ) Κεφαλλ. Πελοπν. (Αἴγ. Βάλτ. Γαργαλ. Γορτυν. Δίβρ. Μεσσην. Τριφυλ.) Σὰν τοῦ πουλλιˬοῦ τὴ γλῶσσα (ἐπὶ ἀνθρώπου ἰσχνοῦ) Νάξ. (Βόθρ.) Τοῦ βγάζω τὴ γλῶσσα μου (δι’ ἐξαγωγῆς τῆς γλώσσης περιπαίζω τινὰ) πολλαχ. Ἡ γλῶσσα μ᾿ ἔφυγεν (ἐδίψασα πολὺ) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Νὰ φᾷς τὴ γλῶσσα σου! (ἀρὰ πρὸς λέγοντα ἀπρεπές τι) σύνηθ. Δάγκασε τὴ γλῶσσα σου! (σιώπα!) σύνηθ. Ἡ οὐχιˬὰ νὰ σὶ τσιμπήσ’ ἀπ’ τὴ γλῶσσα! (ἀρὰ) Μακεδ. (Καταφύγ.) || Γνωμ. Ὅπο͜ιος τρώει καὶ συντυχαίν-νει, | γιˬὰ κανέναβ βοῦοχ χάν-νει, γιˬὰ τὴν γλῶσσαν του δακ-άν-νει (συντυχαίν-νει=ὁμιλεῖ) Κυπρ. (Λευκωσ.) β) Μεταφ., ἐλάχιστόν τι (ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς γλώσσης ὡς ἐλαχίστου μέρους τοῦ σώματος) Μακεδ. (Πάγγ.): Δῶσι μου μιˬὰ γλῶσσα λουκούμ’. γ) Παιδιὰ παιζομένη ὑπὸ ἐνηλίκων κατὰ τοὺς γάμους. Κατ’ αὐτήν, εἷς τῶν παικτῶν ἀποκόπτει τὰς γλώσσας τῶν ἑψημένων διὰ τὸν γάμον ζῴων καὶ τεμαχίζων ταύτας, διανέμει τὰ τεμάχια εἰς τοὺς συνδαιτημόνας, οἱ ὁποῖοι ὑποχρεοῦνται νὰ τὰ διαφυλάξωσι. Κατὰ τὸν γινόμενον ἀργότερον ἔλεγχον, αὐτὸς ὁ ὁποῖος διένειμε τὰ τεμάχια ζητεῖ ταῦτα, ἐνῶ ἵσταται κατὰ σειρὰν πρὸ ἑκάστου τῶν συνδαιτημόνων καὶ μιμεῖται τὴν φωνὴν τοῦ προβάτου ἢ τῆς αἰγός, ἐπιβάλλει δὲ μικρὰν τιμωρίαν εἰς τούς μή παρουσιάζοντας ταῦτα Πελοπν. (Μαντίν.) δ) Ὑπὸ τὸν τύπ. τὰ γλώσσας, παιδιὰ ἡ ὁποία παίζεται διὰ πεννῶν Κατὰ ταύτην οἱ παῖκται ρίπτουσιν ἕκαστος τὴν πένναν του πρός τινα τοῖχον, ἐκεῖνος δὲ τοῦ ὁποίου ἡ πέννα ἀποστρακίζεται μακρότερον τοῦ τοίχου, λαμβάνει τὰς πέννας πάντων τῶν παικτῶν καὶ ρίπτει ταύτας πρὸς τὰ ἄνω. Ὅσαι τούτων πέσουν ἀνάστροφοι ἀποτελοῦν κέρδος τοῦ παίκτου τούτου, τὰς δὲ ὑπολοίπους ἀναρρίπτει ὁ παίκτης τοῦ ὁποίου ἡ πέννα ἔπεσεν εἰς τήν ἀμέσως μικροτέραν ἀπὸ τοῦ τοίχου ἀπόστασιν μετὰ τὴν τοῦ πρώτου κ.ο.κ. (γλῶσσα=πέννα γραφῆς) Πόντ. (Σάντ.) 2) Τὸ ὄργανον τοῦ λόγου κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Μέλαν κ.ἀ.): Φρ. Πῆρε δρόμο ἡ γλῶσσα του (ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ ἀκατασχέτως). Ψαλίδι πάει ἢ κόβει ἡ γλῶσσα του (ἐπὶ τοῦ εὐφραδοῦς ἢ πολυλόγου). Γλῶσσα σπαθὶ - ψαλίδι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἔχει γλῶσσα (εἶναι εὐφραδής, στομύλος, ἢ αὐθάδης καὶ προπετής). Ἔβγαλε μιˬὰ γλῶσσα! ἢ ἔχει μιˬὰ γλῶσσα ἢ ἔχει μακριὰ γλῶσσα. Ἔχει μιˬὰ ὀργυιˬὰ γλῶσσα (εἶναι αὐθάδης) κοιν. Παραπῆρε ἡ γλῶσσα του (εἶπε λόγους ἀπρεπεῖς) Πελοπν. (Δίβρ.) Τοῦ δένεται ἡ γλῶσσα (ἐξ ἀμηχανίας ἢ συστολῆς ἀδυνατεῖ νὰ ὁμιλήσῃ) πολλαχ. Τοῦ δέθηκε ἡ γλῶσσα (σιωπᾷ, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ὁμιλήσῃ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Κατάπιˬε τὴ γλῶσσα του (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Δένω τὴ γλῶσσα μου (ἀποφεύγω νὰ ὁμιλήσω, σιγῶ) πολλαχ. Τοῦ λύθηκε ἡ γλῶσσα (ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ) πολλαχ. Βάλ’ κ’δὶ ’ς τ’ γλῶσσα σ’ (σιώπα) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἡ γλῶτσα του εἶναι μεγαλύτερη ’ποὺ τὴπ πατούχατ-του (ἐπὶ πολυλόγου) Κάσ. Ροδά’ πάει ἡ γλῶσσα τ’ (ὁμοίως) πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Καταπίνω τὴ γλῶσσα μου (εὐφημῶ) σύνηθ. Ἀπὸ γλῶσσα, ἄλλο τίποτε (ἐπὶ τοῦ αὐθαδιάζοντος) σύνηθ. Μαζεύω ἢ συμμαζεύω τὴ γλῶσσα μου (παύω νὰ ὁμιλῶ) σύνηθ. Ἡ γλῶσσα του στάζει μέλι (ὁ λόγος του ἡδύνει, θέλγει. (Πβ. Ὁμ. Α 249 «τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ρέεν αὐδῆ) σύνηθ. Ἡ γλῶσσα του στάζει φαρμάκι (ἐπὶ δεικτικοῦ καὶ πικροχόλου) σύνηθ. Οἱ κακὲς γλῶσσες (οἱ κακολόγοι, οἱ συκοφάνται, οἱ διαβολεῖς Πβ. Ἀθήν. 8.335 «λόγων τε παιπάλημα καὶ κακή γλῶσσα) σύνηθ. Κατάπιε ἢ δάγκασε τὴ γλῶσσα σου ἢ φάε τὴ γλῶσσα σου (σιώπα. πρὸς λέγοντα δυσοίωνα ἣ ἐπαπειλούμενα κακὰ) σύνηθ. Μάλλιˬασε ἡ γλῶσσα μου (ἀπέκαμα ἐπαναλαμβάνων τοὺς ἰδίους λόγους, κυρίως ἐπὶ ἀτελευτήτως ἐπαναλαμβανομένων ἀτελεσφορήτων συμβουλῶν, ἐκ μεταφ. τῶν μαλλίνων ὑφασμάτων, τὰ ὁποῖα περιστρεφόμενα ἐπὶ πολὺν χρόνον εἰς τήν νεροτριβἠν, μαλλιˬάζουν, ἤτοι βγάζουν μαλλί, χνοῦδι) κοιν. Παίζει καλὰ ἡ γλῶσσα του (ἐπὶ νηπίου, τὸ ὁποῖον ἀρχίζει νὰ ὁμιλῇ καλὰ) Πάρ. Ἡ γλῶσσα τ᾿ ἐλαδωμένον ἔν’ (ἐπὶ στομύλου) Πόντ. (Σάντ.) Ἀπὸ τὴ γλῶσσα μου τὸ πῆρες (ἐπρόλαβες νὰ εἴπῃς ὅ,τι ἀκριβῶς ἐπρόκειτο νὰ εἴπω ἐγὼ) Κρήτ. κ.ἄ. Συνών φρ. Ἀπὸ τὸ στόμα μου τὸ πῆρες. ’Σ τὴ γλῶσσα μου πλέει (ἐπὶ τῶν ἀδυνατούντων νὰ ἐνθυμηθοῦν τι) Κρήτ. Τοὺν τρώει ἡ γλῶσσα τ’ (εἶναι φλύαρος ἢ δὲν δύναται νὰ φυλάξῃ μυστικὸν) Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. Γλῶσσαν μόνον ἔει (ἐπὶ τοῦ ἀφειδοῦς εἰς λόγους κενοὺς) Πόντ. (Κερασ.) Τρανὸν γλῶσσαν ἔσ’ (ἐπὶ τοῦ αὐθάδους) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) || Παροιμ. Ἡ γλῶσσα κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει (ὅτι ἡ δύναμις τοῦ λόγου εἶναι μεγάλη) σύνηθ. Ἡ gλῶσσα ’στέα δὲν ἔει τσαὶ ’στέα κλάν-νει (’στέα=ὀστᾶ, κλάν-νει=τσακίζει, σπάζει. συνών: μὲ τὴν προηγουμ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάλλιˬο φιδιˬοῦ γλῶσσα παρὰ κακιˬὰ (ἐπὶ τῆς δυνάμεως τοῦ λόγου) Λεξ. Δημητρ. Τὰ δόντιˬα τά ’δωσε ὁ Θεὸς | γιˬὰ νὰ κρατοῦν τὴ γλῶσσα (ὅτι ἐπιβάλλεται μετροέπεια) αὐτόθ. Γλῶσσα ἁμαρτάνουσα τ᾽ ἀληθῆ λέγει (ἐπὶ τῶν ἐκ παραδρομῆς τῆς γλώσσης ἀποκαλυπτόντων τὴν ἀλήθειαν) λόγ. κοιν. Ἡ γουῶσσα ζελμονᾷ, λὲ τὸ ’ληθώτικο (συνών. πρὸς τὴν προηγουμ.) Καππ. (Φάρασ.) Ἀνάθεμα τὰ δόγκιˬα ποὺ κρατοῦν τὴγ γλῶσσαν (ἐπὶ τῶν μή κοινωνούντων ἐξ ἀνάγκης τὰς σκέψεις των) Κύπρ. || Γνωμ. Τῆς πολυλογοῦς ἡ γλῶσσα | κὶ ’ς τοὺν ὕπνουν φαφλατίζ’ Στερελλ. (Παρνασσ.) Ὁ Θιˬὸς μᾶς ἔδωσε δυˬὸ μάτιˬα, δυˬὸ ἀφτιˬά, δυˬὸ χέριˬα καὶ μιˬὰ γλῶσσα, γιˬὰ νὰ βλέπουμε, ν’ ἀκοῦμε καὶ νὰ κάνωμε πολλὰ καὶ νὰ μιλοῦμε λίγο Ἰόνιοι Νῆσ. ᾎσμ. Νὰ πῶ καὶ γιˬὰ τὴ γλῶσσα σου τὴν ἀηˬδονολαλοῦσα ὁποὺ τὴν εἶχαν τὰ πουλλιˬὰ σκοπὸ καὶ κελαηˬδοῦσαν Πελοπν. (Μαραθ.) Ἄνοιξ᾿, ἀχείλι μου πλωρί, καρδιˬὰ φαρμακωμένη, καὶ σὺ λάλησε, γλῶσσα μου, σὰν πού ’σαι μαθημένη (μοιρολ.) αὐτόθ. Ἂν δὲ σὲ βγάλω, γλῶσσα μου, ἂ δὲ σὲ ξερριζώσω, ὅπου δὲν κλαῖς τὸν πόνο σου, δὲν κλαῖς τὸ μερδικό σου (τὸ μερδικό σου=τὸ μερίδιόν σου, τοὺς ἰδικούς σου νεκρούς. μοιρολ.) αὐτόθ. Μὴ dὴν ἀλλάξῃς τὴ φιλιˬὰ, μὴν ἀρνηθῇς τὸ dόπο, καὶ λόγιˬασε πὼς μ’ ἔβαλες ’ς τσὶ γλῶσσες τῶν ἀθρώπω Μ. Λιουδ., Μαντινάδ., 154. Μισεύγω κιˬ ἀποχαιρετῶ καὶ πάω ’ς ἄλλο dόπο, νὰ πάψουν οἱ γιˬ-ἀθιβολιˬὲς κ’ οἱ γλῶσσες τῶν ἀθρώπω αὐτόθ., 195. 3) Τὸ σύνολον τῶν λέξεων καὶ φράσεων τὰς ὁποίας λαὸς ἢ ὁμὰς ἀνθρώπων χρησιμοποιεῖ ὡς μέσον συνεννοήσεως, προφορικῶς ἢ γραπτῶς κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. (Ἀραβάν. Μισθ. Οὐλαγ. Σινασσ. Φερτ. κ.ἀ.) Λυκαον. (Σίλ.) Πόντ. (Ἀμισ.) Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.): Ἡ Ἑλληνικὴ - Λατινικὴ - Γαλλικὴ - Ἀγγλικὴ - Ἰταλικὴ - Ἰσπανικὴ γλῶσσα, ἡ ἀρχαία - ἡ νέα - παλαιὰ - ἡ δημοτικὴ - ἡ καθαρεύουσα - ἡ ὁμιλουμένη - ἡ γραφομένη - ἡ μαλλιˬαρὴ - ἡ ἰδιωματικὴ - ἡ ποιμενικὴ - ἡ γεωργικὴ - ἡ συνθηματικὴ - ἡ Ἐθνικὴ - ἡ μητρικὴ γλῶσσα λόγ. κοιν. Τί γλῶσσα μιλάει; κοιν. Δὲν καταλαβαίνω τὴ γλῶσσα του κοιν. Ἐγὼ νο͜ιώθω τὴ γλῶσσα του, ἐκεῖνος δὲ νο͜ιώθει τὴ δική μου κοιν. Μιλάω δύο, τρεῖς γλῶσσες κοιν. Μεγάλους ἄθρουπους ἦταν. πουλλὲς γλῶσσες ἤξιρι (μιγάλους=ἐπιφανὴς) Προπ. (Πέραμ.) Ξέρ’ ἱφτὰ γλῶσσις Σάμ. Ὄι ‘ι καταβαίνου νι τὰ γροῦσσα νάμου (δὲν ἐννοεῖ τὴν γλῶσσαν μας) Μελαν. || Παροιμ. Ὅσες γλῶσσες ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσα κεφάλιˬα ἔχει (ὁ πολύγλωσσος κατέχει καὶ γλώσσας πολλὰς) Ν. Πολίτ., Παροιμ., 4,49. Ἡ σημ. καὶ ἀρχαία. Βλ. Ἡροδ. 1,57 «Ἦσαν οἱ Πελασγοὶ βάρβαρον γλῶσσαν ἱέντες». 4) Ἡ ἔναρθρος φωνή, ἡ ὁμιλία κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Μέλαν κ.ἀ.): Γλῶσσαν ᾿κ ἔ’ει (εἶναι ἄλαλος) Κερασ. Τέτο͜ια λόγιˬα σοῦ ’λεγε, καὶ δὲν εἶχες γλῶσσα; Δὲν ἔχεις γλῶσσα; (δὲν ἀπαντᾷς εἰς τὰ λεγόμενα;) κοιν. Συνών. Δὲν ἔχεις στόμα; || Παροιμ. Ἔχεις γρόσιˬα; ἔχεις γλῶσσα (ὅτι ὁ πλούσιος ὁμιλεῖ μὲ θάρρος, τοῦ ὁποίου στερεῖται ὁ πτωχὸς) κοιν. Νύφη χωρὶς προῖκα δὲν ἔχει γλῶσσα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. 5) Πᾶν μέσον πρὸς ἔκφρασιν διανοημάτων καὶ πρὸς συνεννόησιν λόγ κοιν.: Ἡ γλῶσσα τῶν κωφαλάλων - τῶν χειρῶν - τῶν ὀφθαλμῶν - τῶν ἀνθέων. β) Σύνολον εὐαρίθμων συνήθως ἐκφραστικῶν τρόπων, καταληπτῶν ὑπὸ ὡρισμένων μόνον ἀνθρώπων ἢ εἰς ὡρισμένον ἐπάγγελμα προσιδιαζόντων λόγ. σύνηθ.: Συνθηματικὴ - μυστικὴ - μυστηριακὴ γλῶσσα. γ) Ὁ τρόπος τοῦ λέγειν, τοῦ ὁμιλεῖν κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν.): Τοῦ μίλησε ἄσκημη γλῶσσα κοιν. Ἔχει γλυκε͜ιὰ γλῶσσα. Ἔχει μιˬὰ γλῶσσα, φαρμάκι! κοιν. Μὲ τὴν κακιˬὰ γλῶσσα της τὸν ἀνάγκασε νὰ φύγῃ κοιν. Καλὸν γλῶσσαν ἔ’ Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Ἐγὼ δυˬὸ γλῶσσες δὲν ξέρω (εἶμαι εἰλικρινὴς) Πελοπν. || Γνωμ. Ἡ γλυκε͜ιὰ γλῶσσα βγάζ’ τὸ φίδ’ ’πὲ τὴν τρῦπα (οἱ καλοὶ τρόποι ἐπιτυγχάνουν ἀκόμη καὶ δύσκολα πράγματα) σύνηθ. Τὸ γλυκὺν ἡ γλῶσσα ἐβγάλλ’ τ’ ὀφίδ’ ἀσ’ ᾽σὸ τρυπὶν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Χαλδ. 6) Μορφὴ γλώσσης, τρόπος ἐκφράσεως ἔχων, ἀπὸ ἀπόψεως ὕφους, ὡρισμένα αἰσθητικὰ γνωρίσματα λόγ. κοιν.: Γλῶσσα γλαφυρὰ -κομψὴ - πλουσία - ποιητικὴ - στριφνὴ - πτωχή. 7) Ἡ ἰδιότης, ὁ μηχανισμός πράγματός τινος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) 8) Πᾶν πρᾶγμα ἐξέχον ὡς γλῶσσα, οἷον ἡ γλωσσοειδὴς ἐξοχὴ ὑποδημάτων, ἐνδυμάτων, ἐργαλείου οἱουδήποτε, γῆς κ.τ.τ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) καὶ Τσακων., εἰδικώτερον δέ: α) Ἡ φλὸξ κοιν. καὶ Τσακων.: Ἡ φωτιˬὰ πετάει γλῶσσες. Θέριˬεψε ἡ φωτιˬά, κ’ οἱ γλῶσσες της ἄρχισαν νὰ γλείφουνε τὸ σπίτι κοιν. Ἡ συμ. καὶ Ἑλληνιστ. Πβ. Κ. Δ., Πράξ. Ἀποστ., 2.3 «καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός». β) Τὸ ρόπτρον τῆς ἐξωθύρας πολλαχ. γ) Ἡ γλωττὶς κώδωνος σύνηθ. Συνών. γλωσσάκι 5, γλωσσίδα 3, γλωσσίδι 3β. δ) Ἐξάρτημα τοῦ ὑδρομύλου διὰ τοῦ ὁποίου διοχετεύεται ὁ πρὸς ἄλεσιν καρπὸς εἰς τούς μυλολίθους Πελοπν. (Μάν.) ε) Κανὼν τοῦ στατῆρος ἢ τῆς πλάστιγγος πολλαχ. καὶ Πόντ. στ) Ἡ γλωττὶς πνευστοῦ μουσικοῦ ὀργάνου Πάρ Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.) κ.ἀ. ζ) Ἡ γλωττὶς τῆς μυάγρας ἐπὶ τῆς ὁποίας τίθεται τὸ δόλωμα Πόντ. (Χαλδ.) Συνών. τσίτα. η) Ἡ γραφὶς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Συνών. πέννα. θ) Τὸ γλωσσοειδὲς κέντημα εἰς τὰ ἄκρα τῶν γυναικείων φορεμάτων πολλαχ.: Ἔχει γλῶσσες κεντητὲς ’ς τὸ βελέσι της Πελοπν. (Δίβρ.) Συνών. γλωσσάκι 6. ι) Μέγα χαλύβδινον ἔλασμα μηχανῆς, τὸ ὁποῖον διὰ παλινδρομικῆς κινήσεως συντρίβει λίθους καὶ μεταβάλλει τούτους εἰς χαλίκια Ἀθῆν. Χίος (Βέσ. Λιθ.) ια) Τὸ κλεῖθρον Καππ. (Σίλ. κ.ἀ.) Πάρ.: Τιλεύγου τσῆ γλῶσσα (ἀναζητῶ τὸ κλεῖθρον) Σίλ. ιβ) Ὄργανον σιδηροῦν ὴ ἐκ πλαστικῆς ὕλης εἰς σχῆμα γλώσσης, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ ὁποίου φοροῦμεν τὰ ὑποδήματα πολλαχ. Συνών. κόκκαλο. ιγ) Λωρὶς δέρματος καλύπτουσα τὸ ὑπὸ τὰ κορδόνια τῶν ὑποδημάτων μέρος τῶν ποδῶν κοιν.: Ράψι μι τὴ γλῶσσα ἀπ’ τοῦ παπούτσ’ μ’, γιˬατὶ μὄμεινι ’ς τοῦ χέρ’ Μακεδ. (Νάουσ.) Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. Βλ. Κλήμ. Ἀλεξ., Στρωμ., 19.15 «καθάπερ τῶν παλαιῶν ὑποδημάτων... μόνη δὲ ή γλῶσσα ὑπολείπεται». ιδ) Τὸ πέλμα τοῦ σιδηροῦ ἐργαλείου «ματικάπι» τῶν βαρελοποιῶν ιε) Στενὴ προέκτασις γῆς εἰς τὴν θάλασσαν, χερσόνησος ἢ ἀκρωτήριον Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128 - Λεξ. Πρω. Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλῶσσα Ἤπ. (Θεσπρωτ. Ἰωάνν. Φιλιᾶτ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Σιν.) Κρήτ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Σίφν. Σκόπ. Σκῦρ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) Σύμ. Σῦρ., Γλῶσσες Ρόδ. ιστ) ᾨὰ ἰχθύος, ὁλόκληρος ταριχευμένη ὠοθήκη συσκευασμένη εἰς σχῆμα γλώσσης σύνηθ.: Γλῶσσα χαβιˬάρι 9) Ὁ ἰχθύς Γλῶσσα ἡ κοινὴ (Solea vulgaris) τῆς οἰκογ. τῶν Πλευρονηκτιδῶν (Pleuronectidae), ὁ «βούγλωσσος» τῶν ἀρχαίων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Πάdα πάει κιˬ ἁλιˬεύει γλῶσσες μὲ τὸ βαρκουλίτσι του (=μικρὴ του βάρκα) Ἐρεικ. Ἔ’ δυˬὸ σκέδιˬα γλῶσσις, ἄσπρις κὶ μαῦρις Μακεδ. (Σταυρ.) Μπαίνουν μέσα ’ς τὰ κουφίνιˬα γλῶσσις τσῆς ἀμμουδιˬᾶς καὶ τσῆ λάσπης (κουφίνιˬα=κύρτοι) Προπ. (Πέραμ.) Καθαρὰ ψάριˬα λέμ’ τὰ μπαρμπούνιˬα κὶ τσὶ γλῶσσις αὐτόθ. Συνών. γλωσσάκα, παταράκι, τσολόχι, χωματίδα. 10) Ὑπὸ τὸν τύπ. μικρὸ γλῶσσα (=μικρὰ γλῶσσα) ὁ σταφυλίτης Καππ. (Μισθ.) 11) Τὸ πτηνὸν Ἴυγξ ἡ στρεπτὴ (Iynx torquilla) τῆς οἰκογ. τῶν Δρυοκολαπτιδὥν (Picidae) Τh. de Heldreich, Faune de Grèce 37 N. Ἀποστολίδ., Τὰ ὠφελιμώτ. πτηνά, 39. Συνών. ἁγιοπούλλι, ἀναγελάστρα, γλωσσαρᾶς 2, καλλιˬαγός, γλωσσᾶς 3, μερμηγκολόγος, μερμηγκοφάγος, στραβολαίμης, σφοντύλι. 12) Εἴδη φυτῶν, οἷον: α) Ὑπὸ τὸν τύπ ἥμερη γλῶσσα, τὸ θαμνῶδες φυτὸν Ἐλελίσφακος ὁ αἰθιοπικὸς (Salvia aethiopica) τῆς οἰκογ. τῶν Χειλανθῶν (Labiatae) Λεξ. Πρω. Δημητρ. β) Εἶδος χόρτου λαχανευομένου Πόντ. (Χαλδ.) Προπ. (Μαρμαρ.) γ) Ὑπὸ τὸν τύπ. γλῶσσα τοῦ ἁλαφιˬου: αί πτέριδες: (α) Σκολοπένδριον τὸ κοινὸν (Scolopendrium vulgare) καὶ (β) Σκολοπένδριον ἡ ἡμιονῖτις (Scolopendrium hemionitis). δ) Ὑπὸ τὸν τύπ. γλῶσσα τοῦ διˬαβόλου, τὸ φυτὸν Ποϊνσεττία ἡ πολύχρωμος (Poinsettia pulcherrima) τῆς οἰκογ. τῶν Γρομφαδιιδῶν ἢ Χοιραδιιδῶν (Scrofulariaceae) Κύπρ.-Λεξ. Δημητρ. Συνών. λαπούσι, σπλόνος. ε) Ὑπὸ τὸν τύπ. γλῶσσα τοῦ σκύλλου, τὸ φυτὸν Βούγλωσσον τὸ ἰταλικὸν (Anchusa italica), τῆς οἰκογ. τῶν Τραχυφιλλιδῶν (Borraginaceae) Κύπρ. - Λεξ. Δημητρ. στ) Ὑπὸ τὸν τύπ. βοδιˬοῦ γλῶσσα, τὸ ἐδώδιμον χόρτον Βούγλωσσον τὸ φαρμακευτικὸν (Anchusa officinalis) τῆς οἰκογ. τῶν Τραχυφιλλιδῶν (Borraginaceae) Καππ. (Ἀραβάν. Μισθ.) ζ) Ὑπὸ τὸν τύπ. γλῶσσα τῆς πεθερᾶς, εἶδος καλλωπιστικοῦ φυτοῦ Φολέγ. η) Τὸ φυτὸν Φλόμος ἡ θάψος (Verbascum thapsus) τῆς οἰκογ. τῶν Γρομφαδιιδῶν ἢ Χοιραδιιδῶν (Scrofulariaceae) Λεξ. Πρβ. Δημητρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. (Μαργαρ.) Σκόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/