ἀποδιˬάβασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬάβασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποδιˬάβασμα τό, Λεξ. Δημητρ. Πρω. ἀπουδιˬάβασμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀποδέβασμαν Πόντ. (Χαλδ.) ἀπιδέβασμαν Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿ποδιˬάβασμα Θρᾴκ. (Γέν.)-Παπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 2,52.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποδιˬαβάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ κάμψῃ τις γωνίαν τινὰ καὶ νὰ γίνῃ ἄφαντος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιˬάβαμα 1. β) Ἡ δύσις τοῦ ἡλίου Πόντ. (Σάντ. Τραπ.): Τ’ ἣλ’ τ’ ἀπιδέβασμα Τραπ. Συνών. ἀποδιˬάβα 2. 2) Κατευόδωσις, προπομπὴ Θρᾴκ. (Γέν.)-ΠΠαπαχοιστοδ ἔνθ’ ἀν.: Ὁλα περνοῦν ἀπὸ τὸ μυˬαλό της καὶ καταλήγοντας ’ς τὸ ’ποδιˬάβασμα τοῦ παππᾶ κλαίει ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. κατευόδιο, ξέβγαλμα, ξεπροβόδωμα. 3) Ἀποπεράτωσις ἀναγνώσεως Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) -Λεξ. Δημητρ. Πρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/