αὐτόβοσκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτόβοσκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐτόβοσκος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀτόβοσκος Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀντων. αὐτὸς καὶ τοῦ οὐσ. βοσκή.
Σημασιολογία
Ὁ μόνος, ὁ ἄνευ ἄλλου βόσκων: ᾿Εγὼ ἔχω τὸ χοντρικά μ᾽ ἀτόβοσκα μέρα νύχτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA