ἀποδιˬαγέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬαγέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδιˬαγέρνω ἀμάρτ. ἀπογιˬαγέρνω Κρήτ. ἀπογιˬαέρνω Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) ἀπογαέρνω Κρήτ. (Χάν.) ’πογιˬαέρνω Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. διˬαγέρνω.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Ἐπαναφέρω ἐπανοδηγῶ συνήθως ἐπὶ ζῴων ἐπαναφερομένων εἰς τὸν στάβλον Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.): Μεσημέρ’ εἶναι bλεˬό, μόνο πήαινε νὰ ᾿πογιαείρῃς τὰ βούγιˬα. Ἅμα θὰ ᾿πογιˬαείρης τὰ βούγια, νὰ τὰ φράξῃς ᾿ς τὸ στάβλο κ᾿ ὕστερα νά ’ρθης νὰ σοῦ πῶ. β) Καθοδηγῶ τὰ ζῷα κατὰ τὴν βοσκὴν διὰ νὰ μὴ προξενοῦν ζημίας εἰς τοὺς ἐγγὺς τοῦ τόπου τῆς βοσκῆς των ἀγροὺς Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ. ): Ἀπογιˬάειρε τὰ βούγιˬα νὰ μὴ bάνε ’ς τὴν ἐζημιˬά. Πάνε νὰ ’πογιˬαείρῃς τὰ ὀζὰ νὰ μὴ φά dὸ σπαρμένα 2) Ἐπιστρέφω ὑπόλοιπον πράγματός τινος Κρήτ.: Ἀπογιˬάειρε τ᾽ ἄχερα. 3) Ἐπαναλαμβάνω αὐτολεξεί, ἐπιστρέφω, ἐπὶ λόγων Κρήτ.: Ἀπογιˬαέρνει τὰ λόγιˬα του. Β) Ἀμτβ. 1) Ἐκκλίνω, παρεκκλίνω, λοξοδρομῶ Κρήτ. (Σητ. Χαν.): Νὰ μὴ ρθῆ ἀποπαέ, μόνο νὰ ᾿πογιαείρῃ ἀπὸ τὴν ἄλλη bάdα Σητ. 2) Ὑφίσταμαι ὕφεσιν, ἐπὶ νόσου Κρήτ. (Σητ.): Ὅ,τι κιˬ ἀνὲ gάνωμε ᾿ς τὴ ριζιbίλα δὲ ᾿bογιˬαέρνει. Πόσα γιˬατρικὰ δὲν ἐβάλαμε γιˬὰ ν’ ἀπογιˬαείρῃ, μὰ πρᾶμα δὲν ἐκάμαμε (πρᾶμα=κάτι, τίποτε, οὐδέν). Ἅμα κόψῃς τὸ σπυρί, θ᾿ ἀπογιαείρῃ τὸ κακό. 3) Ὑποτροπιάζω Κρήτ.: Ἀπογιˬάειρε τὸ βγαρτὸ (τὸ φῦμα ἰαθὲν ἐπανῆλθε μετά τινα χρόνον). Συνών. διˬαγέρνω, ξανακυλῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/