ἀπόδιˬακως

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόδιˬακως

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπόδιˬακως ὁ, πολλαχ. ᾿πόδκιˬακως Κύπρ. ἀπόζιˬαως Σῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ τοῦ οὐσ. διˬάκως. Πβ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Λεξικογρ. 'Αρχ. 5 (1918/20) 159.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ὅστις ἔπαυσε νὰ εἶναι διάκονος καὶ ἐπανῆλθενεἰς τὸν κοσμικὸν βίον. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Χίος καὶ παρων. Κύθν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/