ἀποδιˬάλεγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬάλεγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποδιˬάλεγμα τό, Πελοπν. (Μάν.) ἀποδιˬάλεμα Λεξ. Πρω. ἀπουδιˬάλιμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’ποδκιˬάλεμαν Κύπρ. ᾿ποδιάλ-λdεμα Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδιˬαλέγω.

Σημασιολογία

1) Διαλογή, καθαρισμὸς πραγμάτων, οἷον καρπῶν κττ., πρὸς ἀπόρριψιν τῶν ξένων καὶ ἀχρήστων οὐσιῶν Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Νὰ ’ρθῆτε αὔριο ’ς τ’ ἀποδιˬαλέγματα Μάν. Θέ’ ἀπουδιˬάλιμα τοὺ σ᾿τάρ᾽ γιˬὰ νὰ πάμ’ ’ς τοὺ μύλου Αἰτωλ. Συνών. καθάρισμα. 2) Κατὰ πληθ., τὰ ἐκ πλήθους πραγμάτων μετὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν καλυτέρων ἀπομένοντα, τὰ ἄχρηστα Κύπρ. Ρόδ. -Λεξ. Πρω.: ᾽Εφερές μου τὰ ’ποδκιˬαλέματα νὰ μοῦ πουλήσῃς Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἔν λ. ἀποδιˬαλέγι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/