αὐτοκίνητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐτοκίνητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐτοκίνητος ἐπίθ. λόγ. κοιν. αὐτοκίνητο τό, κοιν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. αὐτοκίνητος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ὁ αὐτομάτως κινούμενος ΔΣολωμ. 129: Ποίημ. Αὐτοκίνητες πάντα ἀνοιγοκλ͜ειοῦνε οἱ τρεῖς θύρες καὶ ἀχὸ δὲν προξενοῦνε. 2) Οὐδ οὐσ., μηχανοκίνητος δι᾽ ἐσωτερικῆς καύσεως ἅμαξα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/