γλυκούλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκούλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκούλης ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούλης.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ γλυκύς πως, ὁ ὑπόγλυκος σύνηθ. Συνών. γλυκούτσικος. β) Μεταφ., ὁ προσφιλής, ὁ συμπαθής, ὁ θελκτικὸς σύνηθ.: Πολὺ ὄμορφη δὲν εἶναι, ἀλλ’ εἶναι γλυκούλα Ἀθῆν. Γλυκούλης δὲν εἶναι ὁ Νίκος; αὐτόθ. Γλυκούλης ἄντρας Λεξ. Δημητρ. Ἔ μπέμπη μου, ἔ Θεμούλη μου,... γλυκούλη μου, ὁ παπποῦς ἔρχεται Α. Τραυλαντ., Ν. Ἑστ. 21 (1936), 112. Β) Τὸ οὐδ. γλυκούλι ὡς οὐσ. λαμβανόμενον 1) γλύκυσμα Ζάκ.-Byz. Neugr. 5, 277: Νόστιμο γλυκούλι καπαρόμηλο Ζάκ. 2) Κατ’ εὐφημισμὸν, ἡ ἐξανθηματικὴ λοιμώδης νόσος ὀστρακιὰ Πελοπν. (Ὀλυμπ.): Ἔβγαλε τὸ γλυκούλι του. Συνών ἀνεμοβλογιˬά, γλυκε͜ιὰ (εἰς λ. γλυκὸς Β4β). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλυκούλης καὶ ὡς ἐπών. Κεφαλλ. Ὁ τύπ. Γλυκούλα καὶ ἀντὶ τοῦ Γλυκερία Μακεδ. (Βρία).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/