γλυκούτσικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκούτσικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκούτσικος ἐπίθ. σύνῆθ. γλυκούτσικους Λυκ. (Λιβύσσ.) γλυκούτζικος Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ γλυκούτσ’κος Σκῦρ. γλυκούτσ’κους σύνῆθ. βορ. ἰδιωμ. γλυκούικο Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούτσικος. Ὁ τύπ. γλυκούτζικος καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ γλυκύς πως, ὁ ὑπόγλυκος, ὁ γλυκάζων σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Τὸ κρασὶ εἶναι γλυκούτσικο σύνηθ. Ὄ ’ι τελεία νατέ, ἀλλὰ ἔνι γλυκούικο τὸ σοῦκο (δὲν εἶναι τελείως ὥριμον, ἀλλὰ εἶναι γλυκούτσικο τὸ σῦκο) Μέλαν. Γλυκούτσ’κα ἦταν αὐτὰ τὰ σταφύλιˬα Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἄν βάν᾽ς ’γώτιρου ἁλάτ’ στοὺ τυρί, γένιτι μαλακὸ κὶ γλυκούτσ’κου Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. 2) Κυριολ. καὶ μεταφ., ἀρκούντως γλυκύς, εὐχάριστος, συμπαθὴς Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ.- Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 67 ’Σ τὸν ἴσκιο, 252 -Λεξ. Δημητρ.: Γλυκούτσικιˬα κοπέλα Λεξ. Δημητρ. Γλυκούτσικες ματιὲς Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., ἔνθ’ ἀν Γλυκούτσικος στοχασμὸς Γ. Ψυχάρ.,’Σ τὸν ἴσκιο, ἔνθ᾽ ἀν β) Τὸ οὐδ. πλῆθ. ὡς οὐσ. , τὰ γλυκύσματα Θῆρ: Γλυκούτσικα ἡνεβάσανε νὰ πουλήσουν. Συνών. γλυκερός, γλυκούλης. 3) Μεταφ., ἐπὶ τοῦ καιροῦ, αἴθριος κάπως, μαλακός κοιν.: Κάνει γλυκούτσικον καιρὸ σήμερα Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/