ἀποδιˬαφωτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬαφωτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιˬαφωτίζω Κρήτ. (Μύρθ. κ.ἀ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ᾽ποδιˬαφωτίζω Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) -Λεξ. Πρω. ἀποδιˬαφωτῶ Κρήτ. (Μύρθ. κ.ἀ.) -Λεξ. Περίδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. διˬαφωτίζω. Διὰ τὴν διὰ δύο προθέσεων δήλωσιν τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 7(1910/11) 63, ἔνθα καὶ γνώμη τοῦ ἰδίου περὶ τῆς ἐκ τοῦ *ὑποδιˬαφωτίζω προελεύσεως τοῦ ρ. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Ε 864 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
Κατὰ γ’. πρόσωπ., ὑποφώσκει, ἀρχίζει νὰ. ξημερώνῃ ἔνθ’ ἀν.: Ἔφυγα ὡς ἀποδιˬαφώτιζε Κρήτ. Εἶdα ὥρα σηκώθηκες;-Ὅdεν ἐποδιˬαφώτιζε Ἔμπαρ. Ὅdεν ἐποδιαφώτιζε, σηκωθήκαμε καὶ ’ς τὴ Χελιδονεˬὰ μᾶς ἤδωκεν ὁ ἥλιˬος Κρήτ. Σήκω νὰ φύγωμε, γιˬατὶ ἀποδιˬαφωτᾷ αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἔρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «ἐπέρασεν ἡ νύχτα της μέσα ’ς τσοὶ ζάλες ’κεῖνες | κ’ ἡ μέρα ’ποδιαφώτιζε κ’ ἦρθαν τοῦ ἡλιοῦ οἱ. ἀχτῖνες». Συνών χαράζει (ἰδ. χαράζω ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA