ἀποδιβολισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιβολισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποδιβολισμὸς ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποδιβολίζω.

Σημασιολογία

Ἀποπεράτωσις τοῦ διβολίσματος, τῆς δευτέρας ἀροτριώσεως τοῦ ἀγροῦ: ’Σ τὸν ἀποδιβολισμὸ θά ’ρθω ’ς τὸ χωράφι, γιˬατὶ ἔχω μιˬὰ ’υχεˬὰ δουλε͜ιὰ (’ς τὸν ἀποδιβολισμὸ=ἀφοῦ τελειώσει τὸ διβόλισμα, μιˬὰ ’υχεˬὰ=ὀλίγην ἐργασίαν)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/