ἀποδίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδίνω, ἀποδίδω Ἀθῆν. Ἀντικύθ. Κρήτ. (Βάμ. Ἔμπαρ. Ρέθυμν. Σητ. κ.ἀ.) ἀποδίνω Ἀθῆν. Ἀντικύθ. Κάρπ. Πελοπν. (Μάν.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ.-ΓΜπακάλ. Καναγκ. Καστορ. 41 Κορ. Ἄτ. 2,57 κἑξ. -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπουδίνου Λέσβ Μακεδ. ἀπαδίνου Στερελλ (Αἰτωλ. Ἀράχ.) ἀπαδένου Στερελλ. (Ἀράχ.) ᾿ποδίνω Κρήτ. ἀποδούδω Κρήτ. ἀποδιῶ Κύπρ. (Λάρν. κ.ἀ.) ἀποδίγω Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ’ποΐδω Σύμ. ’ποδώνω Σμυρν. ’ποδών-νω Κυπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) Σύμ.-ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. Τραούδ. 1,112.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποδίδωμι. Οἱ τύπ. ’ποδώνω ’ποδών-νω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπόδωσα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ἔζωσα-ζώνω, ἔχωσα-χώνω, ἔστρωσα-στρώνω κττ. Ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 37. Ὁ τύπ. ἀπαδίνω κατ᾿ ἐξακολουθητικὴν ἀφομ.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Δίδω ὀπίσω, ἐπιστρέφω, ἀποδίδω Κάρπ.-Κορ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. || ᾎσμ. Νὰ πάρετε τὰ ροῦχα μου μετὲ καὶ τ’ ἄρματά μου, τῆς μάς μου ν’ ἀποὠκετε τῆς ἄπονἠς μου μάννας (μετὲ=μαζί, μάς=μητρὸς) Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Δ477 «οὐ δὲ τοκεῦσι θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκε». 2) Περατῶ τὴν παράδοσιν ἀντικειμένων τινῶν Ἀθην. Λέσβ. κ.ἀ.: Σήμερα τ’ ἀπόδωκα τὰ βιβλία Ἀθῆν. 3) Παραχωρῶ, ἐπιτρέπω Μακεδ.: ᾎσμ. Μὶ τ’ ἀπουδίνῃς, μπέη μου, νὰ ἔβγου ’ς τοὺ κριββάτι; (κριββάτι=εἶδος ἐξώστου). Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ. 1,144,2 «ὅταν κἀκεῖνοι ταῖς αὑτῶν ἀποδῶσι πόλεσι, μὴ σφίσι τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐπιτηδείως αὐτονομεῖσθαι». 4) Μεταφέρω πηλὸν εἰς τοὺς κτίστας, ὑπηρετῶ ὡς ἀποδότης Πελοπν. (Μάν.): Τί κάνει ὁ δεῖνα; -Ἀποδίνει. Συνών. ὑπουργεύω. 5) Ἀποβάλλω, χάνω, ἐπὶ ὑφάσματος ἀποβάλλοντος τὸ χρῶμά του Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ἀποβάλλω 1β, ξεθωριάζω. 6) Ἀποβάλλω τὸ τρίχωμα, ἐπὶ ζῴου Πόντ. (Σάντ.): Τὸ μουλάρι ἀποδί’ (ἐκ τοῦ ἀποδίγει). 7) Παραδίδω τὴν ψυχήν, ἐκπνέω Ἰων. (Σμύρν.) Σύμ. ’Πάνω ποῦ ’θελεν νὰ ’ποδώκῃ πεὸν τὸ θεριό, λέει του (ἐκ παραμυθ.) Σύμ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ ἐν μεταγν. ἐπιγραφῇ, ἰδ. IG XIV 1607, 3 «εἶτα ἀποδοῦσα κεῖμαι ἐν τύμβοισι» κατὰ παράλειψιν τοῦ ἀντικ πνεῦμα ἢ ψυχήν. Συνών. παραδίνω. Β) Ἀμτβ. 1) Καταλήγω, καταντῶ συνήθως ἐπὶ κακοῦ Ἀντικύθ. Κρήτ. (Βάμ. Ἔμπαρ. Ρέθυμν. Σητ. κ.ἀ.) -Κορ. Ἄτ.:. ἔνθ’ ἀν.: Μωρέ, πῶς ἐπόδωκες ἐτσά; Κρήτ. Γιὰ δέτε με πῶς μ’ ἔχει ἀποδομένο ἡ φτώχε͜ια! αὐτόθ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος πολλὰ ψηλὰ πετᾷ ’ς τὰ χαμηλὰ ᾿ποδούδει (ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινοῦται) Κρήτ. || ᾊσμ. Ὁ νοῦς κ᾿ ἡ γνῶσι εἶναι κοdὰ καὶ λέει ὁ νοῦς τσῆ γνῶσις, κάνε καὶ σὺ ἀγαπητικε͜ιὰ νὰ δῆς πῶς θ᾿ ἀποδώσῃς Βάμ. Γιˬὰ δέ με πῶς ἐπόδωκα καὶ γνωριμιˬὰ δὲν ἔχω! Ἔμπαρ. Ὑπομονὴ κ’ ὑπομονὴ κιˬ ὥς πότε ν᾿ ἀπομένω; γιˬὰ δέτε ἡ ὑπομονὴ πῶς μ’ ἔχει ἀποδομένο! Ἀντικύθ. Ἡ λ. ἐπὶ τῆς σημ. τοῦ καταλήγω καὶ εἰς κείμενα μα τοῦ 10 αἰῶνος. Ἰδ. Ν. Ἐλληνομν. 9 (1912) 121 στ. 20 «Ἔστι δὲ ὁ περιορισμὸς τοῦ μοναστηρίου καὶ ἡ διατήρησις οὕτως. Ἀπὸ τὸν βαθὺν βιρὸν τοῦ Ξηροκάστρου καὶ ἀνατρέχει τὸν ποταμὸν καὶ ἀκκουμβίζει τοῦ Ζωγράφου ἀνωθεν... καὶ ἀποδίδει εἰς τὴν ἀρκον». 2)᾿Εξαντλοῦμαι, καταβάλλομαι, φθείρομαι, ἀπαυδῶ Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σύμ. Χίος -ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν.: Ἔπεσεν σὰν πεθαμμένος κ᾿ ἐποκοιμήθη βαρεˬά, γιατί ἐπόδωκεν ὕστερ’ ἀποὺ τόσον ἀγῶνα Σύμ. Ἐπόδωκεν ὁ ἄρρωστος (ἀπώλεσε τὰς τελευταίας αὑτοῦ δυνάμεις) Χίος Μέν με θωρῇς τιˬ ἄρκισα τ’ ἐγιˬὼ νὰ ’ποδών-νω Κυπρ. Τὰ βούδκιˬα μου φέτι ἐμείναν ἀτάιστα τ’ ἐποώσαν τσαὶ τὰ δκυὸ αὐτόθ. Ἀπὸ τὴ σκάσι τζη ἐπόδωκε καὶ δὲ bορεῖ νὰ σαλέψῃ Κρήτ. Ὁ γάδαρος ᾽εν-νὰ ᾿ποδώσῃ τσαὶ νὰ μᾶς ἀφήσῃ τὸ γομάριν του ’ς τὴν μέσην στράταν (᾿εν-νὰ=θενὰ) Κύπρ. || ᾎσμ. Πουλλιˬά, μὴ gελαηˬδῆτε, κιˬ ἀηˬδόνιˬα, μὴ λαλῆτε κ’ ἡ--ἀγαπῶ ἐπόδωκε κιˬ ὅλα μὲ λυπηθῆτε Κρήτ.-Ποίημ. ’Ποδών-νεις πκεˬὸν τ’ ’ὲν ἠμπορεῖς ταὶ κουτσουφλᾷς ὀμπρός σου ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. β) Μεταφ. ἐπὶ καιροῦ, ἀποβάλλω τὴν ἕντασιν, τὴν ἰσχὺν Κυπρ (Λάρν.): Γνωμ. Ὁ Γεννάρις ᾿ποδιᾷ, ὁ Φεβράρις -ι-γτέρνει τ’ ὁ Μάρτις ἔβαλεν τὴν βό-αιναν ᾿πουκάτω ᾿ς τὸ χαρτὶν (μέγας λέβης). Συνών. ξεθυμαίνω. 3) Προσφέρω, ἀποδίδω (ἡ σημ. αὔτη ἐξειλίχθη ἐκ τῆς ἀρχ. μετβ. χρήσεως τοῦ ρ. ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοῦ παράγειν, ἀποδίδειν, ἐπὶ τῆς καλλιεργουμένης γῆς. πβ. Ἡρόδ. 1,193 «τὸν δὲ τῆς Δήμητρος καρπὸν ὧδε ἀγαθὴ [ἡ Βαβυλωνίη χώρη] ἐκφέρειν ἐστί, ὥστε ἐπὶ διηκόσια μὲν τὸ παράπαν ἀποδιδοῖ») Στερελλ. (Αἰτωλ.): Δούλιψα δούλιψα σήμιρα, δὲ μ’ ἀπαδίν’ ἡ δ’λε͜ιά. Τ’ μπάρμπα μ’ τ’ ἀπαδί’ ἥ δ’λε͜ιά. Ἔνας ἄνθρουπους νὰ δ’λεύ’ δὲν τ’ ἀπαδί ἠ δ’λε͜ιά. β) παρέχω εὐκολίαν Στερελλ. (Ἀράχ.): Ἀπαδίν’ τὸ ἀκάψιμο δῶ (σκάπτεται εὐκόλως ἡ γῆ) Ἀπαδέν’ φίνα (σκάπτεται καλά). 4) Ἐμφανίζομαι ἐρχόμενος, φθάνω ΓΜπακάλ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Κιˬ ἄλλοι ’π’ ἀλλοῦ ἀπόδωκαν | κιˬ ἀπ’ ὅλα τὰ γιˬουφύριˬα κόσμος πολὺς καὶ ἄσουτος | ὅπως ’ς τὰ παναΰριˬα (ἀσουτος=ἀναρίθμητος). Μετοχ. 1) Δυσοίωνος, κακὸς (θὰ ἐλέγετο τὸ πρῶτον ἐπὶ ἀνθρώπου δυστυχοῦς) Κρήτ. (Ἔμπαρ.): Ἡ ὥρα ἤτονε κακὴ κιˬ ἀποδομένη. 2) Ὁ παραδεδομένος, ὁ βυθισμένος εἰς σκέψεις, ὁ ρεμβάζων Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/