ἀποδίπλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδίπλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποδίπλα ἐπίρρ.σύνηθ. ἀπουδίπλα Λέσβ. κ.ἀ. ἀπόδιπλα Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.–Α Ἐφταλ. Μαζώχτρ. 95 ΚΠασαγιάνν. Μοσκ.’70 Παραμύθ. 55 ΧΧρηστοβασ. Ἀγῶν.65 -Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. δίπλα.
Σημασιολογία
Εἰς τὸ πλάι, πλαγίως, παραπλεύρως ἔνθ’ ἀν.: Ἔλα ἀποδίπλα μου. Ἔφυγε-πέρασε ἀποδίπλα μου. Ἦταιν ἀποδίπλα ἕνας φοῦρνος. Ἀποδίπλα μου κάθουνταν ὁ δεῖνα σύνηθ. Αὐτοὶ τοὺς ἐπολεμοῦσαν γιερά, ἀλλὰ τοὺς ἔπεσαν οἱ ἄλλοι ἀποδίπλα καὶ τοὺς ἐτσάκισαν Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἀποδίπλα ἀπὸ τὸ σπίτι μου εἶναι μιὰ βρύσι Κρήτ. Ἀπουδίπλα ἀποὺ τοὺ σπίτ’ τοῦ τάδι εἶνι ἕνα μαγαζὶ Λέσβ. Μαζεύανε ᾿κεῖ ἀπόδιπλα μουρόφυλλα γιὰ τὸ κουκούλλι ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. ἔνθ’ ἀν. Συλλογίστηκε ὁ Δημήτρις νὰ κόψῃ δρόμο ἀπόδιπλα Α Ἐφταλ. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Πέφτει ἀποδίπλα του ἢ τὸν παίρνει ἀποδίπλα (συστηματικῶς πρόσκειται εἰς αὐτὸν προσπαθῶν νὰ ἐπιτύχῃ τι). Ὁ δεῖνα φέρνει τὸ δεῖνα ἀποδίπλα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) σύνηθ. Τὸν παίρνει ἀποδίπλα (ἐνν. τὸν ὕπνον=κοιμᾶται) Πελοπν. (Μάν.) || Ποίημ. Τὸ γιˬό σου τὸ μονάκριβο τὸ Φῶτο θὰ σουβλίσω κιˬ ἀπόδιπλα ᾿ς τὴν ψησταριˬὰ τὸν ἴδιˬο θὰ σὲ βάλω ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA