γλυτηρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυτηρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυτηρίζω Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλυτήρι. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Γλυτηριˬάζω, τὸ ὁπ. βλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/