γλυτωμονὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυτωμονὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλυτωμονὴ ἡ, Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κρασ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γλυτῶνω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ.-μονή.

Σημασιολογία

1) Γλύτωμα 1, τὸ ὑπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Ἄρρωστον γλυτωμονὴν ’κ’ ἔ’ (ὁ ἀσθενὴς δὲν ἔχει σωτηρίαν) Πόντ. (Χαλδ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γλυτωμὸς 1. 2) Ἀποπεράτωσις, συντέλεσις, τελείωσις ἔργου Πόντ. (Ἀργυρούπ. Σταυρ. κ.ἀ.) Ἀοῦτο γλυτωμονὴν ’κ’ ἔσ (=δὲν ἔχει τέλος) Πόντ. (Ἀργυρούπ.) Συνών. βλ. εἰς γλυτωμὸς 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/