αὐτοῦθε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐτοῦθε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

αὐτοῦθε ἐπίρρ. Πελοπν. (Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κορινθ.) κ.ἀ. εὐτοῦθε Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Τριφυλ.) κ.ἀ. ἐτ-τοῦτε Καλαβρ. (Μπόβ.) εὐτούθενε Ἰθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Δημητσάν.) εὐτούθενες Ζάκ. Πελοπν. (Δημητσάν.) κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρ. αὐτόθεν κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ αὐτοῦ. Πβ. ποῦθε ἐκ τοῦ πόθεν. Ὁ τύπ. εὐτούθενε ἐκ τοῦ *εὐτοῦθεν κατὰ παρέκτασιν διὰ τοῦ ε. Τὸ ς τοῦ εὐτούθενες ὅπως καὶ εἰς τὸ ἄλλοτες, ποτές, τότες κττ. ὡρμήθη ἀναλογικῶς ἐξ ἄλλων ἐπιρρημάτων ληγόντων εἰς ς, οἷον χτές.

Σημασιολογία

1) Ἀπὸ τούτου τοῦ τόπου ἢ καὶ διὰ τούτου τοῦ τόπου, αὐτόθεν (ἀπὸ τόπου κίνησις) ἔνθ᾽ ἀν.: Εὐτοῦθε ποῦ πάς δὲ θὰ βγῇς τὸ δρόμο Τριφυλ. Εὐτοῦθε πήγαινε Καλάβρυτ. Ξεκουbήσου εὐτούθενες Κεφαλλ. ᾿Εγὼ ἀπῶτε στέκω καλὰ τσαὶ σοῦ ἐτ-τοῦτε νὰ σταθῇ κάλλιο (ἐγὼ ἀπεδῶ στέκω καλὰ καὶ σὺ ἀπαυτοῦ νὰ σταθῇς καλύτερα) Μπόβ. 2) Εἰς αὐτὸ τὸ μέρος (ἐν τόπῳ στάσις) ἔνθ’ ἀν.: Μὴν τρέχῃς εὐτοῦθε, θὰ πέσῃς Τριφυλ. Αὐτοῦθε ποῦ τρέχεις μπορεῖ νὰ πέσῃς Ἀθῆν. Τί γίνεται εὐτοῦθε κάτω; Καλάβρυτ. 3) Εἰς αὐτὸ τὸ μέρος (εἰς τόπον κίνησις) ἔνθ’ ἀν.: Ποῦ πάς αὐτοῦθε; Κορινθ. Αὐτοῦθε ποῦ πάς δὲν εἶναι καλὸς ὁ δρόμος αὐτοθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/