γλυκοψιθυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοψιθυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοψιθυρίζω ἐνιαχ. Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 58 Γ. Ξενόπ., Γυριομ., 44 Ι. Πολέμ., Παλ. βιολ., 31 Κ. Παρορ Στὸ ἄλμπουρ., 167.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ψιθυρίζω.
Σημασιολογία
Ψιθυρίζω κατὰ τρόπον οἱονεὶ ἁπαλὸν καὶ εὐάρεστον ἔνθ’ ἀν.: Νὰ φωτίσω, νὰ παρηγορήσω, νὰ παλέψω, νά, τί μοῦ γλυκοψιθυρίζει μέσα μου κάποι͜α φωνὴ Κ. Παρορ., ἔνθ’ ἀν. Ἔννο͜ια σου, τοῦ γλυκοψιθύρισε πάλι Γ. Ξενόπ., ἔνθ’ ἀν. || Ποιήμ. Ἐχθὲς τοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιˬά περνῶντας ἀπὸ ’κεῖ θλιμμένος πάλι ἄκουσα σὰν μιˬὰ γνώριμη λαλιˬὰ νὰ γλυκοψιθυρίζῃ ἀγάλι-ἀγάλι Ι. Πολέμ., ἔνθ’ ἀν. Ἦχοι παλιˬοὶ καὶ γνώριμοι μοῦ γλυκοψιθυρίζουν τῶν γυναικῶν τὶς ὀμορφιˬές, τοὺς ἥσκιˬους τῶν σπιτιˬῶν Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA