γλυκοψιθύριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοψιθύριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκοψιθύριστος ἐπίθ. ἐνιαχ. Ι. Πολέμ., Βασιλ. ἀνήλιαγ., 69.

Ετυμολογία

Εκ τοῦ ρ. γλυκοψιθυρίζω.

Σημασιολογία

Ὁ ψιθυριζόμενος κατὰ τρόπον ἁπαλὸν καὶ εὐάρεστον: Ποίημ. Καὶ ’ς τὰ γλυκοψιθύριστα τοῦ ἀγέρα παρακάλιˬα λιγώθηκε, πλανἔθηκε. Ι. Πολέμ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/